ἐπιλίγδην: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιλίγδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> επιπόλαια («[[βλῆτο]] γὰρ ὦμον δουρὶ... [[ἄκρον]] [[ἐπιλίγδην]]» — χτυπήθηκε με [[ακόντιο]] επιφανειακά, επιπόλαια στην [[επιδερμίδα]] του ώμου, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[λίγδην]] «αγγίζοντας»].
|mltxt=[[ἐπιλίγδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> επιπόλαια («[[βλῆτο]] γὰρ ὦμον δουρὶ... [[ἄκρον]] [[ἐπιλίγδην]]» — χτυπήθηκε με [[ακόντιο]] επιφανειακά, επιπόλαια στην [[επιδερμίδα]] του ώμου, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[λίγδην]] «αγγίζοντας»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλίγδην:''' επίρρ., επιπόλαια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλίγδην Medium diacritics: ἐπιλίγδην Low diacritics: επιλίγδην Capitals: ΕΠΙΛΙΓΔΗΝ
Transliteration A: epilígdēn Transliteration B: epiligdēn Transliteration C: epiligdin Beta Code: e)pili/gdhn

English (LSJ)

Adv.

   A grazing, Il.17.599, Luc.Nigr.36. [ἐπῑ-, v.l. ἐπιλλ-, Il.l.c.]

German (Pape)

[Seite 958] ritzend, Il. 17, 599; Luc. Nigr. 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλίγδην: Ἐπίρρ., ἐπιπολαίως, ὡς τὸ ἐπιγράβδην, βλῆτο γὰρ ὦμον δουρί... ἄκρον ἐπιλίγδην, «οὐ κατὰ βάθος, ἀλλ’ ὅσον ἐπιψαῦσαι ἐξ ἐπιπολαίου τὴν ἐπιφάνειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 599 (ἔνθα ἡ β΄ συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει, ὡς εἰ ἦν ἐπιλλίγδην), Λουκ. Νιγρ. 36, πρβλ. Ἠσύχ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la surface.
Étymologie: ἐπιλίζω.

English (Autenrieth)

βλῆτο ὦμον, received a stroke grazing the shoulder, Il. 17.599†.

Greek Monolingual

ἐπιλίγδην (Α)
επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» — χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα του ώμου, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»].

Greek Monotonic

ἐπιλίγδην: επίρρ., επιπόλαια, σε Ομήρ. Ιλ.