Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίγαμος]], -ον (Α) [[γάμος]]<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] γάμου.
|mltxt=[[ἐπίγαμος]], -ον (Α) [[γάμος]]<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] γάμου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίγᾰμος:''' -ον ([[γαμέω]]), αυτός που βρίσκεται σε [[ηλικία]] γάμου, σε Ηρόδ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίγᾰμος Medium diacritics: ἐπίγαμος Low diacritics: επίγαμος Capitals: ΕΠΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: epígamos Transliteration B: epigamos Transliteration C: epigamos Beta Code: e)pi/gamos

English (LSJ)

ον,

   A marriageable, masc. in Hdt.1.196; more freq. as fem., D.40.4, Pl. Ep.361d, Men.658, Epit.575, etc.    II. = πατρῷος, Hsch. (fort. ἐπίπαμος· πατρῶχος).

German (Pape)

[Seite 931] heirathsfähig, (an der Heirath); Her. 1, 196; θυγάτηρ Dem. 40, 4; Men. fr. inc. 114; Plut. Cat. min. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγᾰμος: -ον, ὁ ἔχων ἡλικίαν γάμου, Ἡρόδ. 1. 196, Δημ. 1009, 14, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nubile.
Étymologie: ἐπί, γάμος.

Greek Monolingual

ἐπίγαμος, -ον (Α) γάμος
αυτός που έχει ηλικία γάμου.

Greek Monotonic

ἐπίγᾰμος: -ον (γαμέω), αυτός που βρίσκεται σε ηλικία γάμου, σε Ηρόδ., Δημ.