ἐπιπάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπάλλω]] (Α) [[πάλλω]]<br /><b>1.</b> [[κραδαίνω]], [[πάλλω]], [[τινάζω]] [[εναντίον]] κάποιου ή [[προς]] το [[μέρος]] του («βέλη ‘πιπάλλων [[Ἄρης]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπέπηλεν<br />ἐκλήρωσεν».
|mltxt=[[ἐπιπάλλω]] (Α) [[πάλλω]]<br /><b>1.</b> [[κραδαίνω]], [[πάλλω]], [[τινάζω]] [[εναντίον]] κάποιου ή [[προς]] το [[μέρος]] του («βέλη ‘πιπάλλων [[Ἄρης]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπέπηλεν<br />ἐκλήρωσεν».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπάλλω:''' [[κραδαίνω]], [[επισείω]] προς ή [[εναντίον]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπάλλω Medium diacritics: ἐπιπάλλω Low diacritics: επιπάλλω Capitals: ΕΠΙΠΑΛΛΩ
Transliteration A: epipállō Transliteration B: epipallō Transliteration C: epipallo Beta Code: e)pipa/llw

English (LSJ)

   A brandish at or against, βέλη A.Ch.162 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 967] dazu schwingen, βέλη Aesch. Ch. 160; ἐπέπηλεν erkl. Hesych. ἐκλήρωσεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπάλλω: πάλλω πρός τινα ἢ ἐναντίον τινός, βέλη Αἰσχύλ. Χο. 161. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπέπηλεν· ἐκλήρωσεν».

French (Bailly abrégé)

brandir.
Étymologie: ἐπί, πάλλω.

Greek Monolingual

ἐπιπάλλω (Α) πάλλω
1. κραδαίνω, πάλλω, τινάζω εναντίον κάποιου ή προς το μέρος του («βέλη ‘πιπάλλων Ἄρης», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπέπηλεν
ἐκλήρωσεν».

Greek Monotonic

ἐπιπάλλω: κραδαίνω, επισείω προς ή εναντίον, σε Αισχύλ.