ἐπιβόσκομαι: Difference between revisions
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιβόσκομαι]], (Α)<br /><b>1.</b> τρέφομαι με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> τρέφομαι [[ανάμεσα]] σε άλλους<br /><b>3.</b> [[κατατρώγω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>4.</b> [[βρίσκω]] από [[κάπου]] την [[τροφή]] μου<br /><b>5.</b> [[επισκέπτομαι]]. | |mltxt=[[ἐπιβόσκομαι]], (Α)<br /><b>1.</b> τρέφομαι με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> τρέφομαι [[ανάμεσα]] σε άλλους<br /><b>3.</b> [[κατατρώγω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>4.</b> [[βρίσκω]] από [[κάπου]] την [[τροφή]] μου<br /><b>5.</b> [[επισκέπτομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιβόσκομαι:''' Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για ζώα ([[κυρίως]] βοοειδή), [[βόσκω]] ή τρέφομαι με, <i>τινι</i>, σε Βατραχομ.<br /><b class="num">II.</b> [[βόσκω]], τρέφομαι [[μεταξύ]] του κοπαδιού, με δοτ., σε Μόσχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
of cattle,
A graze or feed upon, σεύτλοις Batr.54:—Pass., to be fed upon, eaten down, τὰ ἐπιβοσκόμενα Thphr.HP3.6.3. 2. feed on, draw its nutriment from, αἶαν Nic.Th.68: metaph., devour, of poison, ib.430; of fire, Hdn.1.14.5. 3. metaph., haunt, visit, θεοὶ ἐ. γῆν Max.Tyr. 19.6. II. feed among, ποίμνῃς Mosch.2.82.
German (Pape)
[Seite 930] (s. βόσκω), darauf weiden, sich nähren, πράσοις χλοεροῖς Batrach. 54; ποίμνῃς Mosch. 2, 82; übh. verzehren, πάντα, vom Feuer, Hdn. 1, 14, 9; so nass., Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβόσκομαι: Μέσ., τρέφομαι μέ τι, οὐ τρώγω ῥαφάνους, οὐ κράμβας, οὐ κολοκύντας, οὐ σεύτλοις χλωροῖς ἐπιβόσκομαι οὐδὲ σελίνοις Βατραχομ. 54.- Παθ., κἂν κολοβωθῇ τὰ φύλλα καθάπερ ἐν τοῖς ἐπιβοσκομένοις, δηλ. ἀγροῖς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 3. 2) τρέφομαι ἔκ τινος, ἀντλῶ τὴν τροφὴν μου ἔκ τινος, αἶαν Νικ. Θ. 68·- μεταφ., κατατρώγω, διαβιβρώσκω, ἐπὶ δηλητηρίου, αὐτόθι 430· ἐπὶ πυρός, κατακαίω, καταστρέφω, πάντα ἐπιὸν τὸ πῦρ ἐπεβόσκετο Ἡρωδιαν. 1. 14, 9. ΙΙ. βόσκομαι, τρέφομαι μεταξύ, ποίμνῃς ἐπιβόσκεται Μόσχ. 2. 82.
French (Bailly abrégé)
1 se repaître de, τινι;
2 paître parmi, τινι.
Étymologie: ἐπί, βόσκω.
Greek Monolingual
ἐπιβόσκομαι, (Α)
1. τρέφομαι με κάτι
2. τρέφομαι ανάμεσα σε άλλους
3. κατατρώγω, καταστρέφω
4. βρίσκω από κάπου την τροφή μου
5. επισκέπτομαι.
Greek Monotonic
ἐπιβόσκομαι: Μέσ.,
I. λέγεται για ζώα (κυρίως βοοειδή), βόσκω ή τρέφομαι με, τινι, σε Βατραχομ.
II. βόσκω, τρέφομαι μεταξύ του κοπαδιού, με δοτ., σε Μόσχ.