ἐπιπόδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπόδιος]], -ον (Α) [[πους]]<br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας [[[δεσμά]]]», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιπόδιος]], -ον (Α) [[πους]]<br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας [[[δεσμά]]]», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπόδιος:''' -α, -ον ([[πούς]]), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπόδιος Medium diacritics: ἐπιπόδιος Low diacritics: επιπόδιος Capitals: ΕΠΙΠΟΔΙΟΣ
Transliteration A: epipódios Transliteration B: epipodios Transliteration C: epipodios Beta Code: e)pipo/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A upon the feet, S.OT1350 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 971] an den Füßen, z. B. πέδαι, Fußfesseln, Soph. O. R. 1350.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόδιος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἐπὶ τῶν ποδῶν· σχηματισθὲν ὡς τὸ ἐμπόδιος, περιπόδιος, ὄλοιθ’ ὅστις ἦν ὃς ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ἔλυσ’ Σοφ. Ο. Τ. 1350.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
attaché aux pieds.
Étymologie: ἐπί, πούς.

Greek Monolingual

ἐπιπόδιος, -ον (Α) πους
αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας [[[δεσμά]]]», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπιπόδιος: -α, -ον (πούς), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.