ἐποπτήρ: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐποπτήρ]], ὁ (Α)<br />αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>οπτήρ</i> «επιβλέπων» (<span style="color: red;"><</span> <i>όπωπα</i> «[[βλέπω]]»)]. | |mltxt=[[ἐποπτήρ]], ὁ (Α)<br />αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>οπτήρ</i> «επιβλέπων» (<span style="color: red;"><</span> <i>όπωπα</i> «[[βλέπω]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐποπτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., λέγεται για πολιούχους θεούς, <i>λιτῶν</i>, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., of tutelary gods,
A λιτῶν A.Th.640 ; also ἐ. φρυκτωριῶν Arist.Mu.398a31.
German (Pape)
[Seite 1008] ῆρος, ὁ, = Folgdm, der auf Etwas hinsieht, es berücksichtigt, λιτῶν Aesch. Spt. 622; φρυκτωριῶν, Arist. mund. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποπτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ προστατῶν θεῶν, λιτῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 640: ― ὡσαύτως, ἐπ. φρυκτωριῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 11.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui veille à ou sur, gén..
Étymologie: ἐπόψομαι.
Greek Monolingual
ἐποπτήρ, ὁ (Α)
αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», Αισχύλ.
β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτήρ «επιβλέπων» (< όπωπα «βλέπω»)].
Greek Monotonic
ἐποπτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., λέγεται για πολιούχους θεούς, λιτῶν, σε Αισχύλ.