ἐϋστρεφής: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐϋστρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για [[χορδή]] τόξου ή λύρας) ο [[στριμμένος]] καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> καλοσχηματισμένος, [[αρμονικός]] («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφι</i>-<i>στρεφής</i>, <i>επι</i>-<i>στρεφής</i>].
|mltxt=[[ἐϋστρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για [[χορδή]] τόξου ή λύρας) ο [[στριμμένος]] καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> καλοσχηματισμένος, [[αρμονικός]] («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφι</i>-<i>στρεφής</i>, <i>επι</i>-<i>στρεφής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐϋστρεφής:''' -ές ([[στρέφω]]), [[καλά]] στριφογυρισμένος, λέγεται για [[σχοινιά]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐϋστρεφής Medium diacritics: ἐϋστρεφής Low diacritics: εϋστρεφής Capitals: ΕΫΣΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: eüstrephḗs Transliteration B: eustrephēs Transliteration C: eystrefis Beta Code: e)u+strefh/s

English (LSJ)

ές, (στρέφω)

   A well-twisted, of a bow-string, ἐϋστρεφέα νευρήν Il.15.463; of a lyre-string, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός Od.21.408; πεῖσμα ἐϋ. 10.167; ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ 14.346; ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι 9.427; v. εὔστροφος.    II shapely, ὦμοι Simm.1.10 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋστρεφής: -ές, (στρέφω) εὔστρεπτος, ἐπὶ νευρᾶς τόξου, ἐϋστρεφέα νευρὴν Ἰλ. Ο. 463· ἐπὶ χορδῆς κιθάρας, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἐπὶ σχοινίου, πεῖσμα ἐϋστρ. Κ. 167. ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ Ξ. 346· ἐπὶ λύγου, εὐλύγιστος, ἐϋστρεφέεσι λύγοισιν Ι. 427.

French (Bailly abrégé)

épq. c. εὐστρεφής.

Greek Monolingual

ἐϋστρεφής, -ές (Α)
1. (για χορδή τόξου ή λύρας) ο στριμμένος καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», Ομ. Ιλ.)
2. καλοσχηματισμένος, αρμονικός («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στρεφής (< στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφι-στρεφής, επι-στρεφής].

Greek Monotonic

ἐϋστρεφής: -ές (στρέφω), καλά στριφογυρισμένος, λέγεται για σχοινιά, σε Όμηρ.