εὐέργεια: Difference between revisions
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐέργεια]] και ιων. τ. εὐεργείη, ἡ (Α) [[ευεργής]]<br /><b>1.</b> [[ευεργεσία]]<br /><b>2.</b> η [[ευχέρεια]] στο να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], η [[ευκολία]]. | |mltxt=[[εὐέργεια]] και ιων. τ. εὐεργείη, ἡ (Α) [[ευεργής]]<br /><b>1.</b> [[ευεργεσία]]<br /><b>2.</b> η [[ευχέρεια]] στο να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], η [[ευκολία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐέργεια:''' Ιων. -είη, ἡ, = [[εὐεργεσία]] I, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. εὐεργ-είη, ἡ, = sq.1, AP15.34 (Arethas). 2 ease of a surgical operation, Orib.45.18.14.
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, das Wohlthun, Ep. ad. (XV, 34).
Greek (Liddell-Scott)
εὐέργεια: Ἰων. -είη, ἡ, = εὐεργεσία Ι, Ἀνθ. Π. 15. 34. 2) εὐκολία περὶ τὸ ἐργάζεσθαι ἢ πράττειν, εὐκολία, Ὀρειβάσ. 51 Mai.
Greek Monolingual
εὐέργεια και ιων. τ. εὐεργείη, ἡ (Α) ευεργής
1. ευεργεσία
2. η ευχέρεια στο να κάνει κάποιος κάτι, η ευκολία.
Greek Monotonic
εὐέργεια: Ιων. -είη, ἡ, = εὐεργεσία I, σε Ανθ.