ζητητός: Difference between revisions
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζητητός]], -ή, -όν (Α) [[ζητώ]]<br />αυτός που αναζητείται, που [[είναι]] [[αντικείμενο]] έρευνας. | |mltxt=[[ζητητός]], -ή, -όν (Α) [[ζητώ]]<br />αυτός που αναζητείται, που [[είναι]] [[αντικείμενο]] έρευνας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζητητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ζητέω]], αυτός τον οποίο ζητεί ή ζήτησε [[κάποιος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A sought for, τινι S.OC389.
German (Pape)
[Seite 1140] gesucht, erwünscht, Soph. O. C. 389, τινί,
Greek (Liddell-Scott)
ζητητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ζητούμενος ἢ ζητηθείς, ὃν ἐζήτησεν ἢ ζητεῖ τις, τινι Σοφ. Ο. Κ. 389.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d’être recherché.
Étymologie: adj. verb. de ζητέω.
Greek Monolingual
ζητητός, -ή, -όν (Α) ζητώ
αυτός που αναζητείται, που είναι αντικείμενο έρευνας.
Greek Monotonic
ζητητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ζητέω, αυτός τον οποίο ζητεί ή ζήτησε κάποιος, σε Σοφ.