Θησεύς: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(SL_1) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[Θησεύς]] [[son]] of [[Poseidon]], [[king]] of [[Athens]]. [[test]]., v. [[Ἀμαζών]] fr. 174, [[Πειρίθοος]] fr. 175, [[Δημοφῶν]] fr. 176. Tryph. (Rhet. Gr. 3. 202. 30 Speng.) Πίνδαρος δὲ ἐποίησε καὶ γαμβρὸν τοῖς Διοσκούροις Θησέα [[εἶναι]] βουλόμενον (Calderini: -ενος codd.: <ἁρπασθεῖσαν τὴν Ἑλένην διαφυλάξαι> [[add]]. Schr.) ἐς ὃ ἀπελθεῖν αὐτὸν Πειρίθῳ τὸν λεγόμενον γάμον ξυμπράξοντα fr. 258 ad fr. 243. | |sltr=[[Θησεύς]] [[son]] of [[Poseidon]], [[king]] of [[Athens]]. [[test]]., v. [[Ἀμαζών]] fr. 174, [[Πειρίθοος]] fr. 175, [[Δημοφῶν]] fr. 176. Tryph. (Rhet. Gr. 3. 202. 30 Speng.) Πίνδαρος δὲ ἐποίησε καὶ γαμβρὸν τοῖς Διοσκούροις Θησέα [[εἶναι]] βουλόμενον (Calderini: -ενος codd.: <ἁρπασθεῖσαν τὴν Ἑλένην διαφυλάξαι> [[add]]. Schr.) ἐς ὃ ἀπελθεῖν αὐτὸν Πειρίθῳ τὸν λεγόμενον γάμον ξυμπράξοντα fr. 258 ad fr. 243. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Θησεύς:''' ὁ, γεν. <i>-έως</i>, ο Θησέας, [[περίφημος]] [[μυθικός]] [[ήρωας]] της Αθήνας, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. (από √<i>ΘΕ</i> του [[τίθημι]], ο Άποικος, ο Μετανάστης· πρβλ. [[θής]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, gen. Θησέως [trisyll., S.Ph.562, OC1593, 1657, but disyll., ib. 1003, 1103]:—Theseus, Il.1.265, etc.: pl.
A Θησέες Pl.Tht. 169b; Θησεῖς Alciphr.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
Θησεύς: ὁ, γεν. Θησέως τρισύλλ., Σοφ. Φ. 562, Ο. Κ. 1593, 1657, ἀλλὰ δισύλλ., αὐτόθι 1003, 1103: ― ὁ διάσημος προγονικὸς ἥρως τῶν Ἀθηνῶν, κατὰ πρῶτον μνημονευόμενος ἐν Ἰλ. Α. 265, κτλ.· οἱ Θησέες Πλάτ. Θεαιτ. 169Β. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΘΕ, τίθημι, ὁ συνοικίζων, ἐκπολιτίζων· πρβλ. θής, τίθημι Α. ΙΙΙ.)
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Thésée, fils d’Égée, héros athénien.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
English (Autenrieth)
Theseus, national hero of Athens and Attica, Il. 1.265.
English (Slater)
Θησεύς son of Poseidon, king of Athens. test., v. Ἀμαζών fr. 174, Πειρίθοος fr. 175, Δημοφῶν fr. 176. Tryph. (Rhet. Gr. 3. 202. 30 Speng.) Πίνδαρος δὲ ἐποίησε καὶ γαμβρὸν τοῖς Διοσκούροις Θησέα εἶναι βουλόμενον (Calderini: -ενος codd.: <ἁρπασθεῖσαν τὴν Ἑλένην διαφυλάξαι> add. Schr.) ἐς ὃ ἀπελθεῖν αὐτὸν Πειρίθῳ τὸν λεγόμενον γάμον ξυμπράξοντα fr. 258 ad fr. 243.
Greek Monotonic
Θησεύς: ὁ, γεν. -έως, ο Θησέας, περίφημος μυθικός ήρωας της Αθήνας, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. (από √ΘΕ του τίθημι, ο Άποικος, ο Μετανάστης· πρβλ. θής).