θής

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θής Medium diacritics: θής Low diacritics: θης Capitals: ΘΗΣ
Transliteration A: thḗs Transliteration B: thēs Transliteration C: this Beta Code: qh/s

English (LSJ)

θητός, ,
A serf, bondsman, θῆτές τε δμῶές τε Od.4.644; later, hired labourer, θῆτά τ' ἄοικον ποιεῖσθαι Hes.Op.602; μισθωτοὺς καὶ θῆτας Pl.Plt.290a; βάναυσοι καὶ θ. (opp. δοῦλοι) Arist.Pol.1278a13.
2 at Athens, members of the fourth class in the constitution of Solon, IG12.45, Arist.Ath.7.3, Th.6.43, Poll.3.82.
3 v. θάτας.
II fem. θῆσσα, later Att. θῆττα, ἡ, hired servant-girl, opp. ἐπίκληρος, Posidipp.35; θ. γυνή A.R.1.193, cf. Ant.Lib.25.3.
2 as adjective,= θητική, θῆσσα τράπεζα menial fare, E.Alc.2; θ. ἑστία Id.El.205 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

gén. θητός (ὁ) :
1 ouvrier ou serviteur à gages, mercenaire;
2 dans la législation de Solon, citoyen de la quatrième et dernière classe, comprenant tous ceux dont la fortune territoriale était moindre de 150 médimnes (thète).
Étymologie: R. Θε, poser ; cf. τίθημι ; sel. d'autres, de θάω nourrir.

German (Pape)

θητός, ὁ (τίθημι, Sasse, vgl. Buttmann Lexil. II.111, nach Lobeck Aglaoph. 1319 von θάω, nähren), nach Schol. Od. 4.644 οἱ ἐλεύθεροι μέν, μισθῷ δὲ δουλεύοντες, freie Leute ohne Landbesitz, die für Lohn arbeiten, und bei Hes. O. 604 das Land bestellen; in der Od. hat man leibeigene Bauern verstehen wollen. Nach der Solonischen Klassenabteilung des athenischen Volkes bilden die θῆτες die vierte Klasse, von allen Staatsämtern ausgeschlossen und später als Leichtbewaffnete und Matrosen (θῆτες ἐπιβῆται νεῶν Thuc. 6.43), selten als Schwerbewaffnete gebraucht, Böckh Staatshaush. II p. 28 ff.; Arist. Polit. 3.3 unterscheidet sie von δοῦλοι, οἱ ἑνὶ λειτουργοῦντες τὰ ἀναγκαῖα ἔργα, als die, welche κοινῇ dies tun, und stellt sie mit βάναυσοι zusammen; καὶ μισθωτοί Plat. Polit. 290a; vgl. Her. 8.137. S. θῆσσα.

Russian (Dvoretsky)

θής: θητός
1 наемный рабочий, поденщик, батрак (θῆτές τε δμῶές τε Hom.; οἱ μὲν δοῦλοι, οἱ δὲ βάναυσοι καὶ θῆτες Arst.; οἰκότριβες καὶ θῆτες Plut.);
2 тет (член четвертого сословия в Афинах; по законодательству Солона, θῆτες - последнее из четырех сословий с земельными доходами ниже 150 медимнов; они не имели права занимать государственные должности, использовались как наемные рабочие, а в армии - преимущ. как легковооруженные солдаты и моряки) (θῆτες ἐπιβῆται νεῶν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

θής: θητός, ὁ, φαίνεται (ἴδε ἐν τέλ.) ὅτι κυρίως ἦτο χωρικός, ἐργάτης ἢ δουλοπάροικος ἠναγκασμένος νὰ καλλιεργῇ τοὺς ἀγροὺς τοῦ κυρίου του, Λατ. ascriptus, glebae, villanus, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἁπλοῦν δοῦλον, θῆτές τε δμῶές τε Ὀδ. Δ. 644 (πρβλ. πενέστης, ἐπάρουρος)· ἀλλ’ ἤδη παρ’ Ἡσιόδῳ φαίνεται ὅτι ἦτο μισθωτὸς ἐργάτης τῆς γῆς, Λατ. villicus, θῆτα δ’ ἄοικον ποεῖσθαι, μὴ ἔχοντα γυναῖκα καὶ παιδία, Ἔργα καὶ Ἡμέρ. 600 μισθωτοὺς καὶ θῆτας Πλάτ. Πολιτικ. 290Α· διακρίνονται δὲ οἱ τοιοῦτοι ἀπὸ τῶν δούλων, Ἀρισστ. Πολιτικ. 3. 5, 4· πρβλ. θητεύω, θητικός. 2) ἐν Ἀθήναις κατὰ τὸ πολίτευμα τοῦ Σόλωνος οἱ θῆτες ἦσαν μέλη τῆς τετάρτης καὶ ἐσχάτης τάξεως, ἥτις περιελάμβανε πάντας τοὺς πολίτας ὅσων ἡ κτηματικὴ περιουσία ἔφερεν εἰσόδημα ἧττον τῶν 150 μεδίμνων, ὅπερ ἦτο τὸ ἔσχατον ὅριον τοῦ εἰσοδήματος τῶν ζευγιτῶν), Πλούτ. ἐν Σόλωνι 18· ὡς οἱ capite censi ἢ proletarii ἐν Ρώμῃ. καὶ οὗτοι ἠσχολοῦντο ὡς μισθωτοὶ ἐργάται, Ἀριστ. Ἀποσπ. 351· βάναυσοι καὶ θῆτες ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 5, 4· ὅσοι τῶν θητῶν ἐτέλουν τὸ θητικόν, οὗτοι μετεῖχον ἐκκλησίας καὶ δικαστηρίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀθην. Πολ. σ. 9, 6, παρελαμβάνοντο δὲ καὶ ὡς ψιλοὶ στρατιῶται καὶ ναῦται, καὶ ἐν περιπτώσει ἀνάγκης ὡς ὁπλῖται, Θουκ. 6. 43· πρβλ. Böckh P. E. 2. 259 κἑξ., Herm. Pol. Ant. § 108. ΙΙ. θηλ. θῆσσα, νεώτ. Ἀττ. θῆττα, ἡ, πτωχὴ κόρη, ἠναγκασμένη νὰ ἐργάζηται ἐπὶ μισθῷ, ἀντίθετον τῷ ἐπίκληρος (κληρονόμος περιουσίας), Πλούτ. ἐν Κορ. 25· θ. γυνὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 193, Πολυδ. Γ΄, 33. 2) ὡς ἐπίθ. = θητική, θῆσσα τράπεζα, δουλική, λιτή, Εὐρ. Ἄλκ. 2· θ. ἑστία ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 204. (Ἐκ √ΘΕ. τίθημι, Γερμ. Sasse, Insasse, Lundsasse, πρβλ. Θησεύς· ἴδε Buttm. Λεξίλ. ἐν λ. θαάσσειν· ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὸ Λατ. famulus εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν).

English (Autenrieth)

θητός: hired laborer, day laborer, pl., Od. 4.644†.

Greek Monotonic

θής: θητός, ὁ,
I. 1. χωρικός, εργάτης ή δουλοπάροικος, επιφορτισμένος με την καλλιέργεια των αγρών του κυρίου του, Λατ. ascriptus glebae, αντίθ. προς τον απλό δούλο, θῆτές τε δμῶές τε, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, μισθωμένος υπηρέτης, εργάτης της γης ή διαχειριστής κτήματος, Λατ. villicus, σε Ησίοδ., Πλάτ.
2. στην Αθήνα, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Σόλωνα, οι θῆτες ήταν η τέταρτη τάξη (οι άλλες τρεις ήταν οι πεντακοσιομέδιμνοι, ἱππεῖς, ζευγίται), που περιελάμβανε όλους όσους είχαν κτηματική περιουσία που δεν ξεπερνούσε τους 150 μεδίμνους, σε Πλούτ.· όσοι ανήκαν σ' αυτήν την τάξη προσλαμβάνονταν ως ελαφρά οπλισμένοι και ναύτες.
II. 1. θηλ. θῆσσα, νεοτ. Αττ. θῆττα, , φτωχή κοπέλα, αναγκασμένη να εργάζεται επί μισθώ, σε Πλούτ.
2. ως επίθ., θῆσσα τράπεζα, δουλικός, λιτός ναύλος, σε Ευρ. (από √ΘΕ του τίθημι, άποικος, μετανάστης).

Frisk Etymological English

θητός
Grammatical information: m.
Meaning: serf, bondsman; hired labourer (Od.); θᾶτας θῆτας (θάτας θύτας cod.), τοὺς δούλους. Κύπριοι H.; f. θῆσσα, Att. θῆττα (E., Posidipp.).
Other forms: So orig. θας, θατ-.
Derivatives: θητικός belonging to a hired labourer, of a servant (Lex. ap. D., Arist.), θητεύω be a θ., work for wages (Il.) with θητεία wage-earning (S., Isok.), θητεῖον wages (Ath.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Against connection with θέω run (Brugmann IF 19, 388ff.) Fraenkel Nom. ag. 1, 87 n. 2. Acc. to Aßmann Glotta 9, 96 loanword from Westsemitic. S. E. Kretschmer Glotta 18, 79f. (on meaning etc.). - So orig. θας, prob. Pre-Greek.

Middle Liddell

1. a serf or villain, bound to till his lord's land, Lat. ascriptus glebae, opp. to a mere slave, θῆτές τε δμῶές τε Od.: also a hired farm-servant or bailiff, Lat. villicus, Hes., Plat.
2. at Athens, by the constitution of Solon., the θῆτες were the fourth class, (the other three being πεντακοσιομέδιμνοι, ἱππεῖς, ζευγίταἰ, including all whose property in land was under 150 medimni, Plut.: they were employed as light-armed and seamen.

Frisk Etymology German

θής: θητός
{thḗs}
Forms: f. θῆσσα, att. θῆττα (E., Posidipp. u. a.).
Grammar: m.
Meaning: Lohnarbeiter, Tagelöhner (seit Od.); θᾶτας· θῆτας (θάτας· θύτας cod.), τοὺς δούλους. Κύπριοι H.;
Derivative: Davon θητικός zum Tagelöhner gehörig, knechtisch (Lex. ap. D., Arist. u. a.), θητεύω Tagelöhner sein, um Lohn arbeiten (seit Il.) mit θητεία Lohndienst (S., Isok. u. a.), θητεῖον Löhnung (Ath.).
Etymology: Unerklärt. Gegen die Anknüpfung an θέω laufen (Brugmann IF 19, 388ff.) Fraenkel Nom. ag. 1, 87 A. 2. Nach Aßmann Glotta 9, 96 LW aus dem Westsemitischen. S. noch E. Kretschmer Glotta 18, 79f. (über Bedeutung, Etymologie und Verbreitung).
Page 1,672-673

English (Woodhouse)

villein, hired labourer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

proletarius, commoner, poor citizen, 6.43.1.

Translations

labourer

Aghwan: 𐕌𐕒𐕡𐔽𐔰𐕄; Albanian: argat; Arabic: عَامِل‎, عَامِلَة‎; Armenian: բանվոր; Azerbaijani: işçi, fəhlə, zəhmətkeş; Bulgarian: общ работник; Catalan: obrer; Chinese Mandarin: 勞動者/劳动者, 工人; Czech: dělník; Danish: arbejder, arbejdsmand, landarbejder; Dutch: arbeider; Estonian: tööline; Finnish: työntekijä, työläinen; French: ouvrier; Georgian: მუშა, მუშაკი; German: Arbeiter; Gothic: 𐍅𐌰𐌿𐍂𐍃𐍄𐍅𐌰; Greek: εργάτης, δουλευτής; Ancient Greek: ἀγγαρευτής, δρήστειρα, δρηστήρ, ἐργάτης, ἐργάτις, θής, μίσθιος, πενέστης, πένης; Gujarati: મજુરિ; Hungarian: munkás, kétkezi/fizikai munkás, segédmunkás; Indonesian: buruh; Irish: sclábhaí; Italian: lavoratore, operaio; Kurdish Central Kurdish: کرێکار‎; Latin: cerdo, operarius; Malay: buruh; Manx: obbree; Maori: poroteke, ihu oneone; Mongolian: үйлдвэрчин; Occitan: obrièr; Polish: robotnik; Portuguese: operário, trabalhador, obreiro; Romanian: lucrător, muncitor; Russian: чернорабочий, рабочий; Scottish Gaelic: obraiche; Serbo-Croatian: rȃdnīk, rȃdnica; Sicilian: lavuraturi, lavureri; Spanish: trabajador, obrero, currito; Swedish: arbetare, kroppsarbetare; Thai: กรรมกร; Tocharian B: kapyāre; Udi: ашбал, аьшбал; Urdu: مزدور‎; Volapük: voban, hivoban, jivoban