ἰσοκίνδυνος: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσοκίνδυνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον<br /><b>2.</b> [[ικανός]] να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, [[αξιόμαχος]] («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοκινδύνως</i> (Α)<br />με τον ίδιο κίνδυνο. | |mltxt=[[ἰσοκίνδυνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον<br /><b>2.</b> [[ικανός]] να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, [[αξιόμαχος]] («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοκινδύνως</i> (Α)<br />με τον ίδιο κίνδυνο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰσοκίνδῡνος:''' -ον, αυτός που είναι [[ίσος]] ως προς τον κίνδυνο, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A facing equal risks, Th. 6.34; τισί D.C.41.55.
German (Pape)
[Seite 1264] der Gefahr gewachsen; Thuc. 6, 34; neben ἰσόῤῥοπος D. Cass. 41, 55.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοκίνδῡνος: -ον, ἴσος πρὸς τὸν κίνδυνον, ἰσοπαλής, καλῶς παρεσκευασμένος ὅπως ἀντιμετωπίσῃ κίνδυνον, Θουκ. 6. 34, Δίων Κ. 41. 55.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
égal au danger, à la hauteur du danger.
Étymologie: ἴσος, κίνδυνος.
Greek Monolingual
ἰσοκίνδυνος, -ον (Α)
1. αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον
2. ικανός να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, αξιόμαχος («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοκινδύνως (Α)
με τον ίδιο κίνδυνο.
Greek Monotonic
ἰσοκίνδῡνος: -ον, αυτός που είναι ίσος ως προς τον κίνδυνο, σε Θουκ.