καταθαρσύνω: Difference between revisions
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταθαρσύνω]] (AM, Μ και καταθαρρύνω)<br /><b>1.</b> [[ενθαρρύνω]], [[εμψυχώνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταθαρσύνομαι</i><br />[[εμπιστεύομαι]], [[δίνω]] [[πίστη]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θαρσύνω]] «[[ενθαρρύνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]])]. | |mltxt=[[καταθαρσύνω]] (AM, Μ και καταθαρρύνω)<br /><b>1.</b> [[ενθαρρύνω]], [[εμψυχώνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταθαρσύνομαι</i><br />[[εμπιστεύομαι]], [[δίνω]] [[πίστη]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θαρσύνω]] «[[ενθαρρύνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταθαρσύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[ενθαρρύνω]] ή [[παροτρύνω]], [[εξωθώ]] κάποιον σε [[κάτι]], <i>τινὰπρὸς τὸ [[μέλλον]]</i>, σε Πλούτ. — Παθ., στον τύπο [[καταθρασύνομαι]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:39, 30 December 2018
English (LSJ)
A embolden, encourage against, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plu.Luc.29:—Pass., in form καταθρασύνομαι, = foreg., Ph.1.41, Luc.DMort.21.2, D.L.2.127: c.gen., πρὸς τοὺς ἀλόγως -ομένους τῶν ἐν τοῖς πολλοῖς δοξαζομένων, title of work by Polystr., cf. Them.Or.34p.464D.
Greek (Liddell-Scott)
καταθαρσύνω: παραθαρρύνω τινὰ πρός τι, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Πλουτ. Λούκουλλ. 29.― Παθητ., ἐν τῷ τύπῳ καταθρασύνομαι,= τῷ προηγ., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 2, Διογ. Λ. 2. 127· μετὰ γεν., Θεμίστ. 464. 10 Δινδ.
French (Bailly abrégé)
encourager contre;
Moy. καταθαρσύνομαι montrer de la hardiesse contre.
Étymologie: κατά, θαρσύνω.
Greek Monolingual
καταθαρσύνω (AM, Μ και καταθαρρύνω)
1. ενθαρρύνω, εμψυχώνω
2. παθ. καταθαρσύνομαι
εμπιστεύομαι, δίνω πίστη σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θαρσύνω «ενθαρρύνω» (< θάρσος)].
Greek Monotonic
καταθαρσύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, ενθαρρύνω ή παροτρύνω, εξωθώ κάποιον σε κάτι, τινὰπρὸς τὸ μέλλον, σε Πλούτ. — Παθ., στον τύπο καταθρασύνομαι, σε Λουκ.