κάρτιστος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάρτιστος]], -ίστη, -ον (Α)<br />[[κράτιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθετικός [[βαθμός]] του τ. [[κάρτων]]].
|mltxt=[[κάρτιστος]], -ίστη, -ον (Α)<br />[[κράτιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθετικός [[βαθμός]] του τ. [[κάρτων]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάρτιστος:''' Επικ. αντί [[κράτιστος]].
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρτιστος Medium diacritics: κάρτιστος Low diacritics: κάρτιστος Capitals: ΚΑΡΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kártistos Transliteration B: kartistos Transliteration C: kartistos Beta Code: ka/rtistos

English (LSJ)

η, ον, Ep. for κράτιστος. καρτομιστής, ὁ,

   A = κερτ-, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1331] ep. = κράτιστος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κάρτιστος: -η, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κράτιστος.

French (Bailly abrégé)

v. κράτιστος.

English (Autenrieth)

strongest, mightiest; neut., φυγέειν κάρτιστον ἀπ' αὐτῆς (sc. ἐστί), best, i. e. ‘the better part of valor,’ Od. 12.120.

Greek Monolingual

κάρτιστος, -ίστη, -ον (Α)
κράτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του τ. κάρτων].

Greek Monotonic

κάρτιστος: Επικ. αντί κράτιστος.