καπνοδόκη: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ (Α [[καπνοδόκη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[καπνοδόχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />οπή στη [[στέγη]] τών οικημάτων από την οποία έβγαινε ο [[καπνός]] και εισχωρούσαν οι ηλιακές ακτίνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμμο</i>-<i>δόκη</i>, <i>αυλο</i>-<i>δόκη</i>]. | |mltxt=ἡ (Α [[καπνοδόκη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[καπνοδόχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />οπή στη [[στέγη]] τών οικημάτων από την οποία έβγαινε ο [[καπνός]] και εισχωρούσαν οι ηλιακές ακτίνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμμο</i>-<i>δόκη</i>, <i>αυλο</i>-<i>δόκη</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καπνοδόκη:''' μεταγεν. -δόχη, ἡ ([[δέχομαι]]), [[κυρίως]], αυτή που δέχεται τον καπνό, δηλ. [[τρύπα]] στην [[στέγη]] για να εξέρχεται ο [[καπνός]], [[καπνοδόχος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, prop.
A smoke-receiver, i.e. hole in the roof for the smoke to pass through, Hdt.4.103, 8.137, Pherecr.141, Eup.133:—later καπνο-δόχη LXX Ho.13.3 codd. AQ, Luc.Icar.13, Gal.2.727.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, ion. u. att. = καπνοδόχη, Her. 4, 103. 8, 137; Eupolis bei Poll. 7, 123; Pherecrat. Harpocr. 47, 8; auch Luc. Icarom. 13 jetzt hergestellt, vgl. Lob. Phryn. 307.
Greek (Liddell-Scott)
καπνοδόκη: ἡ, κυρίως μέρος ὅπερ δέχεται τὸν καπνόν, δηλ. ὀπὴ ἐν τῇ στέγῃ δι’ ἧς ὁ καπνὸς ἐξέρχεται, καπνοδόχη, Ἡρόδ. 4. 103., 8. 137, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 2, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 11· ὁ εἰς -δόχη τύπος ἀπαντᾶ μόνον παρὰ μεταγενεστ., ὡς Λουκ. Ἰκαρομ. 13, Γαλην.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 307.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
trou par où s’échappe la fumée.
Étymologie: καπνός, δέχομαι.
Greek Monolingual
ἡ (Α καπνοδόκη)
νεοελλ.
η καπνοδόχος
αρχ.
οπή στη στέγη τών οικημάτων από την οποία έβγαινε ο καπνός και εισχωρούσαν οι ηλιακές ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο-δόκη, αυλο-δόκη].
Greek Monotonic
καπνοδόκη: μεταγεν. -δόχη, ἡ (δέχομαι), κυρίως, αυτή που δέχεται τον καπνό, δηλ. τρύπα στην στέγη για να εξέρχεται ο καπνός, καπνοδόχος, σε Ηρόδ.