κελαδῆτις: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κελαδῆτις]], ἡ (Α)<br />αυτή που ηχεί [[βαριά]], ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλαδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῆτις</i>, -<i>ήτιδος</i>, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε -<i>ήτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>προφ</i>-<i>ήτης</i>)]. | |mltxt=[[κελαδῆτις]], ἡ (Α)<br />αυτή που ηχεί [[βαριά]], ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλαδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῆτις</i>, -<i>ήτιδος</i>, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε -<i>ήτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>προφ</i>-<i>ήτης</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελᾰδῆτις:''' -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί [[δυνατά]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A loud-sounding, γλῶσσα Pi.N.4.86.
German (Pape)
[Seite 1413] ιδος, ἡ, fem. zu einem nicht vorkommenden κελαδήτης; γλῶσσα, singend, Pind. N. 4, 86.
Greek (Liddell-Scott)
κελᾰδῆτις: ῐδος, ἡ, μεγάλως ἠχοῦσα, γλῶσσα Πινδ. Ν. 4. 140.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
sonore, retentissant.
Étymologie: κελαδέω.
Greek Monolingual
κελαδῆτις, ἡ (Α)
αυτή που ηχεί βαριά, ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -ῆτις, -ήτιδος, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε -ήτης (πρβλ. προφ-ήτης)].
Greek Monotonic
κελᾰδῆτις: -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί δυνατά, σε Πίνδ.