κηρωτός: Difference between revisions
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
(20) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κηρωτός]], -ή, -όν)<br />[[κηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο επιχρισμένος με [[κερί]] για να γίνει [[αδιάβροχος]] («κηρωτό ύφασμα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κηρωτή]] [[αλοιφή]]» — η [[κηραλοιφή]]<br />β) «κηρωτό [[έμπλαστρο]]» ή «κηρωτό» — φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε [[λεπτό]] ύφασμα, το [[τσιρότο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κηρωτή]]<br />[[αλοιφή]] από [[κερί]] για ιατρική ή και καλλωπιστική [[χρήση]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[κηρωτός]], -ή, -όν)<br />[[κηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο επιχρισμένος με [[κερί]] για να γίνει [[αδιάβροχος]] («κηρωτό ύφασμα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κηρωτή]] [[αλοιφή]]» — η [[κηραλοιφή]]<br />β) «κηρωτό [[έμπλαστρο]]» ή «κηρωτό» — φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε [[λεπτό]] ύφασμα, το [[τσιρότο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κηρωτή]]<br />[[αλοιφή]] από [[κερί]] για ιατρική ή και καλλωπιστική [[χρήση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κηρωτός:''' -ή, -όν ([[κηρόω]]), ο καλυμμένος με [[κερί]]· [[κηρωτή]], <i>ἡ</i>, [[έμπλαστρο]] ή [[αλοιφή]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1435] mit Wachs überzogen; τὸ κηρωτόν, auch ἡ κηρωτή, ein Wachs- oder Heftpflaster, Medic., u. eine pomadenartige Wachssalbe, Ar. Ach. 1176 u. Sp. – Auch eine Schminke, Ar. frg. 309, vgl. Poli. 10, 150.
Greek (Liddell-Scott)
κηρωτός: -ή, -όν, (κηρόω) κεκαλυμμένος μὲ κηρόν· κηρωτή, ἡ, = κήρωμα 2, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ ἢ ἀλοιφὴ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἰατροῖς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1176· εἶδος ἀλοιφῆς πρὸς καλλωπισμόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 309· ὡσαύτως κηρωτόν, τό, Πλίν., Martial.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mêlé de cire ; ἡ κηρωτή cérat.
Étymologie: κηρόω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κηρωτός, -ή, -όν)
κηρώ
νεοελλ.
1. ο επιχρισμένος με κερί για να γίνει αδιάβροχος («κηρωτό ύφασμα»)
2. φρ. α) «κηρωτή αλοιφή» — η κηραλοιφή
β) «κηρωτό έμπλαστρο» ή «κηρωτό» — φαρμακευτικό σκεύασμα από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε λεπτό ύφασμα, το τσιρότο
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρωτή
αλοιφή από κερί για ιατρική ή και καλλωπιστική χρήση.
Greek Monotonic
κηρωτός: -ή, -όν (κηρόω), ο καλυμμένος με κερί· κηρωτή, ἡ, έμπλαστρο ή αλοιφή, σε Αριστοφ.