κευθμός: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κευθμός]]) [[κεύθω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αμυντική [[διάταξη]] τών τάφρων τών οχυρών για [[προφύλαξη]] τών αμυνομένων<br /><b>αρχ.</b><br />[[κευθμών]], [[κρύπτη]], [[κρυψώνας]], [[σπηλιά]].
|mltxt=ο (Α [[κευθμός]]) [[κεύθω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αμυντική [[διάταξη]] τών τάφρων τών οχυρών για [[προφύλαξη]] τών αμυνομένων<br /><b>αρχ.</b><br />[[κευθμών]], [[κρύπτη]], [[κρυψώνας]], [[σπηλιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κευθμός:''' ὁ, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κευθμός Medium diacritics: κευθμός Low diacritics: κευθμός Capitals: ΚΕΥΘΜΟΣ
Transliteration A: keuthmós Transliteration B: keuthmos Transliteration C: kefthmos Beta Code: keuqmo/s

English (LSJ)

ὁ, = sq., Il.13.28 (pl.), Lyc.317, Call.Jov.34.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, dasselbe; Il. 13, 28; Callim. Iov. 34; bei Strab. XI, 495 als v. l.

Greek (Liddell-Scott)

κευθμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἰλ. Ν. 28, Λυκόφρ. 317.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. κευθμών.

English (Autenrieth)

lair, pl., Il. 13.28†.

Greek Monolingual

ο (Α κευθμός) κεύθω
νεοελλ.
αμυντική διάταξη τών τάφρων τών οχυρών για προφύλαξη τών αμυνομένων
αρχ.
κευθμών, κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά.

Greek Monotonic

κευθμός: ὁ, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.