κυνόφρων: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που συμπεριφέρεται σαν [[σκύλος]], αναίσχυντος, [[αδιάντροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της λ. [[φρήν]] «[[νους]], [[φρόνημα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναικό</i>-<i>φρων</i>, <i>τυραννό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[κυνόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που συμπεριφέρεται σαν [[σκύλος]], αναίσχυντος, [[αδιάντροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της λ. [[φρήν]] «[[νους]], [[φρόνημα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναικό</i>-<i>φρων</i>, <i>τυραννό</i>-<i>φρων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠνόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει [[μυαλό]] σκύλου, [[αδιάντροπος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόφρων Medium diacritics: κυνόφρων Low diacritics: κυνόφρων Capitals: ΚΥΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: kynóphrōn Transliteration B: kynophrōn Transliteration C: kynofron Beta Code: kuno/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A dog-minded, shameless of soul, A.Ch.621 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόφρων: -ον, ἔχων φρόνημα κυνός, ἀναίσχυντος, ἀδιάντροπος, Αἰσχύλ. Χο. 622.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
impudent comme un chien.
Étymologie: κύων, φρήν.

Greek Monolingual

κυνόφρων, -ον (Α)
αυτός που συμπεριφέρεται σαν σκύλος, αναίσχυντος, αδιάντροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -φρων (εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της λ. φρήν «νους, φρόνημα»), πρβλ. γυναικό-φρων, τυραννό-φρων].

Greek Monotonic

κῠνόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει μυαλό σκύλου, αδιάντροπος, σε Αισχύλ.