λαμπαδοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(22)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=λαμπαδοῡχος, -ον (Α) [[λαμπάς]]<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]] («λαμπαδοῡχος [[ἁμέρα]] [[Διός]] τε [[φέγγος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λαμπαδοῡχος [[ἀγών]]» — [[λαμπαδηφορία]].
|mltxt=λαμπαδοῡχος, -ον (Α) [[λαμπάς]]<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]] («λαμπαδοῡχος [[ἁμέρα]] [[Διός]] τε [[φέγγος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λαμπαδοῡχος [[ἀγών]]» — [[λαμπαδηφορία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαμπᾰδοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που έχει [[λαμπάδα]], αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 12] eine Fackel haltend, tragend, ἁμέρα, vom Hochzeitstage, Eur. l. A. 1505; ἀγών, Fackelwettlauf, gehol. Ar. Ran. 131, wie δρόμος, Lycophr. 734.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων λαμπάδα, λάμπων, λαμπρός, ἡμέρα Εὐρ. Ι. Α. 1506· λ. ἀγὼν = λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 131· λ. δρόμος Λυκόφρ. 734· - ἐντεῦθεν λαμπᾰδουχέω, ἔχω, κρατῶ, ἢ φέρω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1119· καὶ λαμπᾰδουχία, ἡ, τὸ φέρειν ἢ ἔχειν λαμπάδα, Λυκόφρ. 1179, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui montre une flamme ; λαμπαδοῦχος ἁμέρα EUR flambeau du jour.
Étymologie: λαμπάς, ἔχω.

Spanish

portador de antorcha

Greek Monolingual

λαμπαδοῡχος, -ον (Α) λαμπάς
1. αυτός που λάμπει, λαμπρός («λαμπαδοῡχος ἁμέρα Διός τε φέγγος», Ευρ.)
2. φρ. «λαμπαδοῡχος ἀγών» — λαμπαδηφορία.

Greek Monotonic

λαμπᾰδοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που έχει λαμπάδα, αυτός που λάμπει, λαμπρός, σε Ευρ.