λακαταπύγων: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λακαταπύγων]], -ον (Α)<br />[[πάρα]] πολύ [[αισχρός]], [[ασελγής]], [[επιρρεπής]] σε [[παρά]] φύσιν [[συνουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταπύγων]] «[[αισχρός]], [[ασελγής]]»].
|mltxt=[[λακαταπύγων]], -ον (Α)<br />[[πάρα]] πολύ [[αισχρός]], [[ασελγής]], [[επιρρεπής]] σε [[παρά]] φύσιν [[συνουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταπύγων]] «[[αισχρός]], [[ασελγής]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾱκαταπύγων:''' [ῡ], -ον, = [[καταπύγων]], με το [[πρόθεμα]] <i>λα-</i>, εξαιρετικά [[λάγνος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱκαταπύγων Medium diacritics: λακαταπύγων Low diacritics: λακαταπύγων Capitals: ΛΑΚΑΤΑΠΥΓΩΝ
Transliteration A: lakatapýgōn Transliteration B: lakatapygōn Transliteration C: lakatapygon Beta Code: lakatapu/gwn

English (LSJ)

[ῡ], ον, gen. ονος,

   A = καταπύγων with intens. prefix λα-, Ar.Ach.664.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱκαταπύγων: [ῡ], -ον, = καταπύγων μετὰ προθετικοῦ λα-, Ἀριστοφ. Ἀχ. 664.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
abominable débauché.
Étymologie: λα-, καταπύγων.

Greek Monolingual

λακαταπύγων, -ον (Α)
πάρα πολύ αισχρός, ασελγής, επιρρεπής σε παρά φύσιν συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + καταπύγων «αισχρός, ασελγής»].

Greek Monotonic

λᾱκαταπύγων: [ῡ], -ον, = καταπύγων, με το πρόθεμα λα-, εξαιρετικά λάγνος, σε Αριστοφ.