κρεισσότεκνος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρεισσότεκνος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] πιο [[αγαπητός]] σε κάποιον κι από τα [[ίδια]] τα [[παιδιά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρείσσων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>τεκνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τεκνος</i>].
|mltxt=[[κρεισσότεκνος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] πιο [[αγαπητός]] σε κάποιον κι από τα [[ίδια]] τα [[παιδιά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρείσσων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>τεκνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τεκνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρεισσότεκνος:''' -ον (τέκνος), ο πιο [[αγαπητός]] από τα [[παιδιά]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεισσότεκνος Medium diacritics: κρεισσότεκνος Low diacritics: κρεισσότεκνος Capitals: ΚΡΕΙΣΣΟΤΕΚΝΟΣ
Transliteration A: kreissóteknos Transliteration B: kreissoteknos Transliteration C: kreissoteknos Beta Code: kreisso/teknos

English (LSJ)

ον,

   A dearer than children, ὄμματα dub. in A.Th.784 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεισσότεκνος: -ον, ἀγαπητότερος τῶν τέκνων, κρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἀμφίβ. λέξ. παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Θήβ. 784· ἡ τοῦ Ἑρμάνου διόρθωσις κυρσοτέκνων ἀντὶ κρεισσοτέκνων δὲν φαίνεται ἐπιτυχής.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plus cher, plus précieux que des enfants.
Étymologie: κρείσσων, τέκνον.

Greek Monolingual

κρεισσότεκνος, -ον (Α)
αυτός που είναι πιο αγαπητός σε κάποιον κι από τα ίδια τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρείσσων + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. εύ-τεκνος, πολύ-τεκνος].

Greek Monotonic

κρεισσότεκνος: -ον (τέκνος), ο πιο αγαπητός από τα παιδιά, σε Αισχύλ.