λιθηλογής: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθηλογής]], -ές (Α)<br />οικοδομημένος με λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]]»].
|mltxt=[[λιθηλογής]], -ές (Α)<br />οικοδομημένος με λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθηλογής:''' -ές ([[λέγω]] Β), οικοδομημένος από [[πέτρα]], [[λιθόκτιστος]], πετρόκτιστος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθηλογής Medium diacritics: λιθηλογής Low diacritics: λιθηλογής Capitals: ΛΙΘΗΛΟΓΗΣ
Transliteration A: lithēlogḗs Transliteration B: lithēlogēs Transliteration C: lithilogis Beta Code: liqhlogh/s

English (LSJ)

ές, (λέγω (B) 1)

   A built of stones, AP6.253 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 44] ές, von gesammelten Steinen, ἱδρύσιες Ἑρμέω, Crinag. 7 (VI, 253).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθηλογής: -ες, (λέγω) ᾠκοδομημένος ἐκ λίθων, Ἀνθ. Π. 6. 253.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de pierres amassées.
Étymologie: λίθος, λέγω².

Greek Monolingual

λιθηλογής, -ές (Α)
οικοδομημένος με λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + λέγω «συλλέγω»].

Greek Monotonic

λῐθηλογής: -ές (λέγω Β), οικοδομημένος από πέτρα, λιθόκτιστος, πετρόκτιστος, σε Ανθ.