μαλθάσσω: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαλθάσσω]] (Α) [[μαλθακός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μαλακό, [[μαλακώνω]] («χαλκὸν μαλθάσσοντες», Μανέθ.)<br /><b>2.</b> [[καταπραΰνω]], [[καθησυχάζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μαλθάσσω]] κοιλίην» — [[χαλαρώνω]] τα έντερα. | |mltxt=[[μαλθάσσω]] (Α) [[μαλθακός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μαλακό, [[μαλακώνω]] («χαλκὸν μαλθάσσοντες», Μανέθ.)<br /><b>2.</b> [[καταπραΰνω]], [[καθησυχάζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μαλθάσσω]] κοιλίην» — [[χαλαρώνω]] τα έντερα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μαλθάσσω:''' = [[μαλάσσω]], [[μαλακώνω]], [[απαλύνω]], στους Τραγ.· Παθ., <i>μαλαχθεῖσ' ὕπνῳ</i>, αποκαμωμένη από τον ύπνο, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A = μαλάσσω, soften, soothe, μ. κέαρ A.Pr.381; τωὰ λόγοις E.HF298; τί γάρ σε μαλθάσσοιμ' ἄν . . ; why should I soothe thee with fair words ? S.Ant.1194: μ. κοιλίην relax the bowels, Hp. Acut.16, Art.40:—Pass., οὐδὲ μαλθάσσει λιταῖς A.Pr.1008; μαλθαχθεῖσ' ὕπνῳ unnerved by sleep, Id.Eu.134.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθάσσω: μαλάσσω, μαλακύνω, κάμνω μαλακόν, μ. κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 379· τινὰ λόγοις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 298· τί γάρ σε μαλθάσσοιμ’ ἂν ὡς ἐς ὕστερον ψεῦσται φανούμεθ’; πρὸς τί τῷ ὄντι νά σε καθησυχάσω διὰ λόγων, οἵτινες μετ’ ὀλίγον θὰ ἀποδειχθῶσι ψευδεῖς, Σοφ. Ἀντ. 1194· μ. κοιλίην, λύειν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἄρθρ. 805. - Παθ., οὐδὲ μαλθάσσει κέαρ λιταῖς Αἰσχύλ. Πρ. 1008· μαλθαχθεῖσ’ ὕπνῳ ἐκνευρισθεῖσα διὰ τοῦ..., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 134.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐμάλθαξα ; Pass. ao. ἐμαλθάχθην;
1 engourdir;
2 fléchir, adoucir, calmer, apaiser, acc..
Étymologie: μαλθακός.
Greek Monolingual
μαλθάσσω (Α) μαλθακός
1. κάνω κάτι μαλακό, μαλακώνω («χαλκὸν μαλθάσσοντες», Μανέθ.)
2. καταπραΰνω, καθησυχάζω
3. φρ. «μαλθάσσω κοιλίην» — χαλαρώνω τα έντερα.
Greek Monotonic
μαλθάσσω: = μαλάσσω, μαλακώνω, απαλύνω, στους Τραγ.· Παθ., μαλαχθεῖσ' ὕπνῳ, αποκαμωμένη από τον ύπνο, σε Αισχύλ.