μαστίω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαστίω]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[μαστίζω]]) [[μαστίζω]], [[μαστιγώνω]], [[πλήττω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]] «[[μάστιγα]]».].
|mltxt=[[μαστίω]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[μαστίζω]]) [[μαστίζω]], [[μαστιγώνω]], [[πλήττω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]] «[[μάστιγα]]».].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαστίω:''' μόνο σε ενεστ., [[μαστιγώνω]], [[ραβδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται</i>, (το [[λιοντάρι]]) που χτυπάει τα [[πλευρά]] του με την [[ουρά]] του, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστίω Medium diacritics: μαστίω Low diacritics: μαστίω Capitals: ΜΑΣΤΙΩ
Transliteration A: mastíō Transliteration B: mastiō Transliteration C: mastio Beta Code: masti/w

English (LSJ)

[ῐ], poet. form of μαστίζω in pres. and impf.,

   A whip, scourge, μάστιε νῦν Il.17.622, cf. Hes.Sc.466, Pancrat.Oxy.1085.15, Nonn.D. 1.179, al.:—Med., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται Il.20.171.

Greek (Liddell-Scott)

μαστίω: ποιητ. τύπος τοῦ μαστίζω, μάστιε νῦν Ἰλ. Ν. 622, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 466. ― Μέσ., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται, ἐπὶ λέοντος ἑτοιμαζομένου πρὸς ἐπίθεσιν, τῇ οὐρᾷ μαστίζει ἑαυτὸν κατὰ τὰς πλευρὰς καὶ τὰ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν, Ἰλ. Υ. 171.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. impér. 2ᵉ sg. μάστιε et impf. 3ᵉ sg. ἐμάστιε;
fouetter;
Moy. μαστίομαι (seul. prés.) se fouetter (avec sa queue, en parl. d’un lion).
Étymologie: μάστις.

English (Autenrieth)

= μαστίζω, mid., Il. 20.171.

Greek Monolingual

μαστίω (Α)
(ποιητ. τ. του μαστίζω) μαστίζω, μαστιγώνω, πλήττω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ «μάστιγα».].

Greek Monotonic

μαστίω: μόνο σε ενεστ., μαστιγώνω, ραβδίζω, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται, (το λιοντάρι) που χτυπάει τα πλευρά του με την ουρά του, σε Ομήρ. Ιλ.