μαψυλάκας: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαψυλάκας]], ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α)<br /><b>1.</b> (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει [[μάταια]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει [[συνεχώς]] το ίδιο [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μάψ</i> (II) <span style="color: red;">+</span> [[ὑλακή]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὑλῶ</i> «[[γαβγίζω]]»), σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[μαψυλάκας]], ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α)<br /><b>1.</b> (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει [[μάταια]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει [[συνεχώς]] το ίδιο [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μάψ</i> (II) <span style="color: red;">+</span> [[ὑλακή]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὑλῶ</i> «[[γαβγίζω]]»), σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαψῠλάκᾱς:''' -ου, ὁ ([[ὑλάω]], [[ὑλακή]]), γαυγίζω άσκοπα (μεταφ.), δηλ. [[επαναλαμβάνω]] ένα [[πράγμα]] [[ξανά]] και [[ξανά]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαψῠλάκᾱς Medium diacritics: μαψυλάκας Low diacritics: μαψυλάκας Capitals: ΜΑΨΥΛΑΚΑΣ
Transliteration A: mapsylákas Transliteration B: mapsylakas Transliteration C: mapsylakas Beta Code: mayula/kas

English (LSJ)

[ᾰκ], α, ὁ, (ὑλάω, ὑλακτῶ)

   A idly barking, i.e. repeating a thing again and again, Pi.N.7.105: μαψυλάκαν γλῶσσαν (fem.) prob. for μαψυλάκταν in Sapph.27.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui bavarde à tort et à travers.
Étymologie: μάψ, ὑλάσσω.

English (Slater)

μαψυλάκας
   1 chatterer ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος” (μαψυλάκαις coni. J. G. Schneider: cf. Fränkel, Nom. Ag., 2. 95.) (N. 7.105)

Greek Monolingual

μαψυλάκας, ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α)
1. (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει μάταια
2. (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + ὑλακή (< ὑλῶ «γαβγίζω»), σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.

Greek Monotonic

μαψῠλάκᾱς: -ου, ὁ (ὑλάω, ὑλακή), γαυγίζω άσκοπα (μεταφ.), δηλ. επαναλαμβάνω ένα πράγμα ξανά και ξανά, σε Πίνδ.