μελλητέον: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελλητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀργοπορήσῃ, νὰ βραδύνῃ, Εὐρ. Φοίν. 1279, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 876, Πλάτ. Κριτί. 108Ε. | |lstext='''μελλητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀργοπορήσῃ, νὰ βραδύνῃ, Εὐρ. Φοίν. 1279, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 876, Πλάτ. Κριτί. 108Ε. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[μέλλω]], [[κάτι]] που πρέπει να αναβληθεί, σε Ευρ. | |||
}} | }} |