μισθαρνητικός: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισθαρνητικός]], -ή, -όν (Α) [[μισθαρνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μισθαρνία]], ο [[μισθοφορικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μισθαρνητική</i><br />[[επάγγελμα]] που αποφέρει [[μισθό]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισθαρνητικόν</i><br />το να λαμβάνει [[κανείς]] [[μισθό]], η [[λήψη]] μισθού. | |mltxt=[[μισθαρνητικός]], -ή, -όν (Α) [[μισθαρνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μισθαρνία]], ο [[μισθοφορικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μισθαρνητική</i><br />[[επάγγελμα]] που αποφέρει [[μισθό]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισθαρνητικόν</i><br />το να λαμβάνει [[κανείς]] [[μισθό]], η [[λήψη]] μισθού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μισθαρνητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή [[εργασία]], [[μισθοφορικός]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), το [[επάγγελμα]] κάποιου που παίρνει [[μισθό]] ή [[πληρωμή]], μισθωτή [[εργασία]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for hired work, mercenary: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.R.346b, 346d; μισθαρνευτικόν is f.l. in Id.Sph. 222d.
German (Pape)
[Seite 190] ή, όν, um Lohn dienend, ἡ μὲν ἰατρικὴ ὑγίειαν ποιεῖ, ἡ δὲ μισθαρνητικὴ μισθόν, Plat. Rep. I, 346 d u. A.
Greek (Liddell-Scott)
μισθαρνητικός: -ή, -όν, ὁ, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον ἐπὶ μισθῷ ἡ -κή (δηλ. τέχνη) τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἐπὶ μισθῷ ἐργαζομένου, Πλάτ. Πολ. 346Β. D· ἐν Σοφιστ. 222D, τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσι: μισθαρνευτικόν.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les mercenaires ou le travail des mercenaires.
Étymologie: μισθαρνέω.
Greek Monolingual
μισθαρνητικός, -ή, -όν (Α) μισθαρνώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθαρνία, ο μισθοφορικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθαρνητική
επάγγελμα που αποφέρει μισθό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθαρνητικόν
το να λαμβάνει κανείς μισθό, η λήψη μισθού.
Greek Monotonic
μισθαρνητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή εργασία, μισθοφορικός· ἡ -κή (ενν. τέχνη), το επάγγελμα κάποιου που παίρνει μισθό ή πληρωμή, μισθωτή εργασία, σε Πλάτ.