μεριμνητής: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεριμνητής]], ὁ (ΑM Α θηλ. [[μεριμνήτρια]]) [[μεριμνώ]]<br />αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερευνητής]] («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθητής]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεριμνηταί<br />οἱ φιλόσοφοι». | |mltxt=[[μεριμνητής]], ὁ (ΑM Α θηλ. [[μεριμνήτρια]]) [[μεριμνώ]]<br />αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερευνητής]] («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθητής]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεριμνηταί<br />οἱ φιλόσοφοι». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεριμνητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα [[θέμα]], με γεν., σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who is anxious about, λόγων E.Med.1226, cf. Porph.Gaur.12.7.
German (Pape)
[Seite 134] ὁ, der Nachdenkende, Nachgrübelnde, Ersinnende, λόγων, Eur. Med. 1226.
Greek (Liddell-Scott)
μεριμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μεριμνῶν περί τινος, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1226· - θηλ. μεριμνήτρια, παρ’ Ἰω. Χρυσοστ. ἐν τ. 6, σ. 550C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεριμνηταί· οἱ φιλόσοφοι».
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui se préoccupe de, qui médite, gén..
Étymologie: μεριμνάω.
Greek Monolingual
μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) μεριμνώ
αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται
αρχ.
1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.)
2. μαθητής
3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί
οἱ φιλόσοφοι».
Greek Monotonic
μεριμνητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα θέμα, με γεν., σε Ευρ.