μεριμνητής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεριμνητής]], ὁ (ΑM Α θηλ. [[μεριμνήτρια]]) [[μεριμνώ]]<br />αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερευνητής]] («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθητής]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεριμνηταί<br />οἱ φιλόσοφοι».
|mltxt=[[μεριμνητής]], ὁ (ΑM Α θηλ. [[μεριμνήτρια]]) [[μεριμνώ]]<br />αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερευνητής]] («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθητής]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεριμνηταί<br />οἱ φιλόσοφοι».
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεριμνητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα [[θέμα]], με γεν., σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριμνητής Medium diacritics: μεριμνητής Low diacritics: μεριμνητής Capitals: ΜΕΡΙΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: merimnētḗs Transliteration B: merimnētēs Transliteration C: merimnitis Beta Code: merimnhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who is anxious about, λόγων E.Med.1226, cf. Porph.Gaur.12.7.

German (Pape)

[Seite 134] ὁ, der Nachdenkende, Nachgrübelnde, Ersinnende, λόγων, Eur. Med. 1226.

Greek (Liddell-Scott)

μεριμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μεριμνῶν περί τινος, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1226· - θηλ. μεριμνήτρια, παρ’ Ἰω. Χρυσοστ. ἐν τ. 6, σ. 550C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεριμνηταί· οἱ φιλόσοφοι».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se préoccupe de, qui médite, gén..
Étymologie: μεριμνάω.

Greek Monolingual

μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) μεριμνώ
αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται
αρχ.
1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.)
2. μαθητής
3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί
οἱ φιλόσοφοι».

Greek Monotonic

μεριμνητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα θέμα, με γεν., σε Ευρ.