μιμνάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
(25)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιμνάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παραμένω]], [[μένω]]<br /><b>2.</b> [[περιμένω]], [[αναμένω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίμνω]] με εκφραστική κατάλ. -<i>άζω</i>].
|mltxt=[[μιμνάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παραμένω]], [[μένω]]<br /><b>2.</b> [[περιμένω]], [[αναμένω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίμνω]] με εκφραστική κατάλ. -<i>άζω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μιμνάζω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[μίμνω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[περιμένω]], [[παραμένω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιμένω]], [[προσδοκώ]] με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιμνάζω Medium diacritics: μιμνάζω Low diacritics: μιμνάζω Capitals: ΜΙΜΝΑΖΩ
Transliteration A: mimnázō Transliteration B: mimnazō Transliteration C: mimnazo Beta Code: mimna/zw

English (LSJ)

Ep. form of μίμνω,

   A wait, stay, Il.2.392, 10.549, A.R.1.226, AP4.4 (Agath.): impf. μίμναζε Opp.H.5.463.    II trans., await, expect, c. acc., h.Hom.9.6.

German (Pape)

[Seite 187] = μάμνω, μένω, bleiben, standhalten; παρὰ νηυσί, Il. 10, 549, vgl. 2, 391; c. accus., erwarten, H. h. 8, 6. Auch sp. D., wie Agath. 58 (IV, 4); Paul. Sil. 24 (V, 254).

Greek (Liddell-Scott)

μιμνάζω: Ἐπικ. τύπος τοῦ μίμνω, περιμένω, μένω, Ἰλ. Β. 392, Κ. 549. ΙΙ. μεταβ., ἀναμένω, περιμένω τινά, προσδοκῶ, μετ’ αἰτ., ὅθ’ Ἀργυρότοξος Ἀπόλλων ἧσται μιμνάζων ἑκατηβόλον ἰοχέαιραν Ὁμ. Ὕμν. 9, 6.

French (Bailly abrégé)

rester.
Étymologie: μίμνω.

English (Autenrieth)

(μίμνω): remain, Il. 2.392 and Il. 10.549.

Greek Monolingual

μιμνάζω (Α)
1. παραμένω, μένω
2. περιμένω, αναμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίμνω με εκφραστική κατάλ. -άζω].

Greek Monotonic

μιμνάζω: Επικ. τύπος του μίμνω·
I. περιμένω, παραμένω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. περιμένω, προσδοκώ με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν.