νειοτομεύς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νειοτομεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />(για το [[άροτρο]]) αυτός που οργώνει χέρσα γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νειός]] «[[αγρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[τομεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιατρο</i>-[[τομεύς]], <i>περι</i>-[[τομεύς]].
|mltxt=[[νειοτομεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />(για το [[άροτρο]]) αυτός που οργώνει χέρσα γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νειός]] «[[αγρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[τομεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιατρο</i>-[[τομεύς]], <i>περι</i>-[[τομεύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νειοτομεύς:''' ὁ ([[τέμνω]]), αυτός που οργώνει χέρσα γη, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειοτομεύς Medium diacritics: νειοτομεύς Low diacritics: νειοτομεύς Capitals: ΝΕΙΟΤΟΜΕΥΣ
Transliteration A: neiotomeús Transliteration B: neiotomeus Transliteration C: neiotomeys Beta Code: neiotomeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A one who breaks up a fallow, AP6.41 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 237] ὁ, der das Brachfeld Schneidende, der Pflug, Agath. 30 (VI, 41).

Greek (Liddell-Scott)

νειοτομεύς: ὁ (νειός, τέμνω) ὁ τέμνων νειόν, Ἀγαθ. Ἐπιγρ. 30, 1.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
charrue.
Étymologie: νειός, τέμνω.

Greek Monolingual

νειοτομεύς, -έως, ὁ (Α)
(για το άροτρο) αυτός που οργώνει χέρσα γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός «αγρός» + τομεύς (< τέμνω), πρβλ. ιατρο-τομεύς, περι-τομεύς.

Greek Monotonic

νειοτομεύς: ὁ (τέμνω), αυτός που οργώνει χέρσα γη, σε Ανθ.