νεωλκός: Difference between revisions

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναιonly the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νεωλκός]])<br />αυτός που έλκει τα πλοία στη [[ξηρά]], που φέρνει τα πλοία στο [[νεώλκιο]] («νεωλκοῡ δὲ σκεύη, φάλαγγες, φαλάγγια, ὅλκοι», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[νεώλκιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νηF</i>-[[ολκός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ν</i><i>ā</i><i>F</i>-[[ολκός]]) <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], <i>νᾶος</i> / [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[ολκός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔλκω</i>) με σίγηση του -<i>F</i>- και [[αντιμεταχώρηση]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιχθυ</i>-[[ολκός]])].
|mltxt=ο (Α [[νεωλκός]])<br />αυτός που έλκει τα πλοία στη [[ξηρά]], που φέρνει τα πλοία στο [[νεώλκιο]] («νεωλκοῡ δὲ σκεύη, φάλαγγες, φαλάγγια, ὅλκοι», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[νεώλκιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νηF</i>-[[ολκός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ν</i><i>ā</i><i>F</i>-[[ολκός]]) <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], <i>νᾶος</i> / [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[ολκός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔλκω</i>) με σίγηση του -<i>F</i>- και [[αντιμεταχώρηση]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιχθυ</i>-[[ολκός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεωλκός:''' ὁ ([[ναῦς]], [[ἕλκω]]), [[ρυμουλκός]] πλοίου, αυτός που ανασύρει [[πλοίο]] στην [[ξηρά]] ή το καθελκύει στη [[θάλασσα]] από την [[ξηρά]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωλκός Medium diacritics: νεωλκός Low diacritics: νεωλκός Capitals: ΝΕΩΛΚΟΣ
Transliteration A: neōlkós Transliteration B: neōlkos Transliteration C: neolkos Beta Code: newlko/s

English (LSJ)

ὁ, (ναῦς, ἕλκω)

   A one who hauls up a ship into dock, Arist.Ph.250a18, SIG1000.22 (Cos, i B.C.), Poll.7.190, 10.148.

Greek (Liddell-Scott)

νεωλκός: ὁ, (ναῦς, ἕλκω) ὁ ἀνασύρων πλοῖον εἰς τὴν ξηρὰν ἢ ἐκ τῆς ξηρᾶς καθελκύων εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 7. 5, 4, Πολυδ. Ζ΄, 190., Ι΄, 148· πρβλ. ὁλκός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui tire les vaisseux à sec.
Étymologie: ναῦς, ἕλκω.

Greek Monolingual

ο (Α νεωλκός)
αυτός που έλκει τα πλοία στη ξηρά, που φέρνει τα πλοία στο νεώλκιο («νεωλκοῡ δὲ σκεύη, φάλαγγες, φαλάγγια, ὅλκοι», Πολυδ.)
νεοελλ.
το νεώλκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηF-ολκός (< νāF-ολκός) < ναῦς, νᾶος / νηός «πλοίο» + -ολκός (< ἔλκω) με σίγηση του -F- και αντιμεταχώρηση (πρβλ. ιχθυ-ολκός)].

Greek Monotonic

νεωλκός: ὁ (ναῦς, ἕλκω), ρυμουλκός πλοίου, αυτός που ανασύρει πλοίο στην ξηρά ή το καθελκύει στη θάλασσα από την ξηρά, σε Αριστοφ.