μολπαστής: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μολπαστής]], δωρ. τ. μολπαστάς, ὁ (Α) [[μολπάζω]]<br /><b>1.</b> [[αοιδός]] και [[χορευτής]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[συμπαίκτης]]». | |mltxt=[[μολπαστής]], δωρ. τ. μολπαστάς, ὁ (Α) [[μολπάζω]]<br /><b>1.</b> [[αοιδός]] και [[χορευτής]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[συμπαίκτης]]». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μολπαστής:''' -οῦ, ὁ, [[ραψωδός]] ([[μουσικός]] και [[τραγουδιστής]]) ή [[χορευτής]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, Dor. -τάς, ὁ,
A minstrel, dancer, AP6.155 (Theodorid.).
German (Pape)
[Seite 200] ὁ, der Sänger, Theodorid. 5 (VI, 155), Tänzer, nach Hesych. Gespiele, συμπαίκτης.
Greek (Liddell-Scott)
μολπαστής: -οῦ, ὁ, ὁ μολπάζων, καθ᾿ Ἡσύχ. «συμπαίκτης», Ἀνθ. Π. 6. 155.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chanteur, danseur.
Étymologie: μολπάζω.
Greek Monolingual
μολπαστής, δωρ. τ. μολπαστάς, ὁ (Α) μολπάζω
1. αοιδός και χορευτής
2. (κατά τον Ησύχ.) «συμπαίκτης».
Greek Monotonic
μολπαστής: -οῦ, ὁ, ραψωδός (μουσικός και τραγουδιστής) ή χορευτής, σε Ανθ.