νεωρός: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεωρός]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]], [[φύλακας]] του νεωρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νη</i>(<i>F</i>)<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>νᾱFωρος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], <i>νᾶός</i> / [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>ωρός</i> (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. <i>ὁρῶ</i> ως β' συνθετικό), <b>πρβλ.</b> <i>θυρ</i>-<i>ωρός</i>, <i>πυλ</i>-<i>ωρός</i>].
|mltxt=[[νεωρός]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]], [[φύλακας]] του νεωρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νη</i>(<i>F</i>)<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>νᾱFωρος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], <i>νᾶός</i> / [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>ωρός</i> (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. <i>ὁρῶ</i> ως β' συνθετικό), <b>πρβλ.</b> <i>θυρ</i>-<i>ωρός</i>, <i>πυλ</i>-<i>ωρός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεωρός:''' ὁ ([[ναῦς]], [[οὖρος]]), [[επιστάτης]], [[φύλακας]] ναυστάθμου.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωρός Medium diacritics: νεωρός Low diacritics: νεωρός Capitals: ΝΕΩΡΟΣ
Transliteration A: neōrós Transliteration B: neōros Transliteration C: neoros Beta Code: newro/s

English (LSJ)

ὁ, (ναῦς, οὖρος)

   A superintendent of a dockyard, Hsch.: pl., IG12.74.11.

German (Pape)

[Seite 250] ὁ, Aufseher der Schiffe, Schiffswerfte, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νεωρός: ὁ, (ναῦς, ὤρα) ὁ φύλαξ νεωρίου, «νεωριοφύλαξ» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
superintendant des arsenaux.
Étymologie: ναῦς, οὖρος².

Greek Monolingual

νεωρός, ὁ (Α)
επιστάτης, φύλακας του νεωρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νη(F)ωρος (< νᾱFωρος) < ναῦς, νᾶός / νηός «πλοίο» + -(F)ωρός (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ ως β' συνθετικό), πρβλ. θυρ-ωρός, πυλ-ωρός].

Greek Monotonic

νεωρός: ὁ (ναῦς, οὖρος), επιστάτης, φύλακας ναυστάθμου.