ξενολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξενολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον [[μετὰ]] πολλῶν χρημάτων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=[[ξενολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον [[μετὰ]] πολλῶν χρημάτων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξενολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που στρατολογεί μισθοφόρους, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενολόγος Medium diacritics: ξενολόγος Low diacritics: ξενολόγος Capitals: ΞΕΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: xenológos Transliteration B: xenologos Transliteration C: ksenologos Beta Code: cenolo/gos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A enlisting mercenaries, Plb.1.32.1,5.63.9, D.S.14.62, Plu.Dio23 ; title of a comedy by Menander.

German (Pape)

[Seite 277] Fremde, Miethssoldaten auwerbend; Pol. 1, 32, 1; Plut. Dio 23.

Greek (Liddell-Scott)

ξενολόγος: -ον, ὁ στρατολογῶν μισθοφόρους, Πολύβ. 1. 32, 1., 5. 63, 9, Πλούτ. 23· ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recrute des troupes étrangères ou mercenaires.
Étymologie: ξένος, λέγω².

Greek Monolingual

ξενολόγος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον μετὰ πολλῶν χρημάτων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγος].

Greek Monotonic

ξενολόγος: -ον (λέγω), αυτός που στρατολογεί μισθοφόρους, σε Πολύβ.