νυκτερεύω: Difference between revisions
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[νυκτερεύω]])<br /><b>βλ.</b> <i>νυχτερευω</i>. | |mltxt=(ΑΜ [[νυκτερεύω]])<br /><b>βλ.</b> <i>νυχτερευω</i>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νυκτερεύω:''' ([[νύκτερος]]), μέλ. <i>-σω</i>, περνώ όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, είμαι σε [[επιφυλακή]] τη [[νύχτα]], βρίσκομαι σε νυχτερινή [[σκοπιά]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
(νύκτερος)
A pass the night, Id.Cyr.4.2.22 ; ν. ἀθλίως Timocl.16.1 ; of troops, bivouac, X.An.4.4.11 ; ἐν τοῖς ὅπλοις ν. ib.6.4.27 :—so in Med., pass a sleepless night, Timachid. ap. Ath.15.699e.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερεύω: (νύκτερος), διέρχομαι τὴν νύκτα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 22· νυκτερεύσας δ’ ἀθλίως Τιμοκλῆς ἐν «Ἰκαρίοις σατύροις» 4· ἐπὶ στρατιωτῶν, φυλάττω νυκτερινὴν φυλακήν, παραφυλάττω, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· ν. ἐν ὅπλοις αὐτόθι 6. 4, 27· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 699D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νυκτερεύειν ἀγρυπνεῖν».
French (Bailly abrégé)
ao. ἐνυκτέρευσα;
1 dormir pendant la nuit;
2 passer la nuit en un lieu.
Étymologie: νύκτερος.
Greek Monolingual
(ΑΜ νυκτερεύω)
βλ. νυχτερευω.
Greek Monotonic
νυκτερεύω: (νύκτερος), μέλ. -σω, περνώ όλη τη διάρκεια της νύχτας, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, είμαι σε επιφυλακή τη νύχτα, βρίσκομαι σε νυχτερινή σκοπιά, στον ίδ.