ναυβάτης: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ναυβάτης]], Α ποιητ. τ. [[νηοβάτης]], Μ θηλ. ναυβάτις)<br />αυτός που επιβαίνει σε [[πλοίο]], ο [[επιβάτης]] πλοίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει σε [[πλήρωμα]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κτηνο</i>-[[βάτης]], <i>στυλο</i>-[[βάτης]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[ναυβάτης]], Α ποιητ. τ. [[νηοβάτης]], Μ θηλ. ναυβάτις)<br />αυτός που επιβαίνει σε [[πλοίο]], ο [[επιβάτης]] πλοίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει σε [[πλήρωμα]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κτηνο</i>-[[βάτης]], <i>στυλο</i>-[[βάτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ναυβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[βαίνω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[επιβάτης]] πλοίου, [[ναυτικός]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[ναυβάτης]] [[στρατός]], σε Αισχύλ.· [[ναυβάτης]] [[στόλος]], σε Σοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (βαίνω)
A seafarer, seaman, Hdt.1.143, A.Pers.1011 (lyr.), S.Ph.301, 540, Th.1.121, Rev.Bibl.14.290 (Megiste), etc. II as Adj., ν. στρατός A.Ag.987 (lyr.); ὁπλισμοί ib.405 (lyr.); ν. στόλος S.Ph.270; ν. λεώς E.IA294 (lyr.); ν. ἀνήρ collective for ναυβάται, A.Pers.375.
German (Pape)
[Seite 230] ὁ, der ein Schiff bestiegen hat, ein Schiffer; ἀνήρ, Aesch. Pers. 367, öfter; στρατός, Ag. 960; auch ὁπλισμοί, 393; νεὼς σῆς ναυβάτης, Soph. Phil. 536, öfter; auch ναυβάτῃ στόλῳ, ih. 270; ναυβάταν λεών, Eur. I. A. 294, öfter; Her. 1, 143 u. Folgde; ξένοι, Miethstruppen zur See, Thuc. 1, 121.
Greek (Liddell-Scott)
ναυβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (βαίνω), νεὼς ἐπιβάτης, πλωτήρ, ἐπιβάτης πλοίου, Ἡρόδ. 1. 143, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001, Σοφ. Φιλ. 301, 540, Θουκ. 1. 121, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ν. στρατὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 987· ὁπλισμοὶ αὐτόθι 405· ν. στόλος Σοφ. Φιλ. 270· ν. λεὼς Εὐρ. Ι. Α. 264· ν. ἀνήρ, περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ ναυβάται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 375· - κατὰ τὸν Πολυδ. Α΄, 95: «περίνεως· οὕτω δ’ ἐκάλεσε (ὁ Θουκυδίδης δηλ.) τοὺς ἄλλους ἐπιβάτας. τούτους δ’ ἂν καὶ πλωτῆρας καλοῖεν· τὸ γὰρ ναυβάτας ὀνομάζειν τραγικώτερον, βέλτιον δὲ τὸ ἐπιβεβηκότας καὶ ἐμπλέοντας, μάλιστα δὲ ἐπιβάτας».
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui monte sur un vaisseau, passager ou matelot;
2 naval, maritime.
Étymologie: ναῦς, βαίνω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ναυβάτης, Α ποιητ. τ. νηοβάτης, Μ θηλ. ναυβάτις)
αυτός που επιβαίνει σε πλοίο, ο επιβάτης πλοίου
νεοελλ.
αυτός που ανήκει σε πλήρωμα πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. κτηνο-βάτης, στυλο-βάτης.
Greek Monotonic
ναυβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω)·
I. επιβάτης πλοίου, ναυτικός, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
II. ως επίθ., ναυβάτης στρατός, σε Αισχύλ.· ναυβάτης στόλος, σε Σοφ. κ.λπ.