οἰοπολέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />vivre solitaire ; avec l’acc., errer solitaire à travers.<br />'''Étymologie:''' [[οἰοπόλος]]².
|btext=-ῶ :<br />vivre solitaire ; avec l’acc., errer solitaire à travers.<br />'''Étymologie:''' [[οἰοπόλος]]².
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰοπολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰοπόλος]]), [[φυλάω]], [[βόσκω]] πρόβατα, περιπλανιέμαι στα βουνά, σε Ευρ.· με αιτ. του τόπου, [[τριγυρίζω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰοπολέω Medium diacritics: οἰοπολέω Low diacritics: οιοπολέω Capitals: ΟΙΟΠΟΛΕΩ
Transliteration A: oiopoléō Transliteration B: oiopoleō Transliteration C: oiopoleo Beta Code: oi)opole/w

English (LSJ)

   A roam alone, E.Cyc.74(lyr.) : c. acc. loci, roam over, of shepherds, ὄρεος ῥάχιν οἰ. AP7.657 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰοπολέω: (οἰοπόλος) βόσκω πρόβατα, ὅθεν, περιφέρομαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Εὐρ. Κύκλ. 74· - μετ’ αἰτ. τόπου, περιέρχομαι, περιπατῶ, οἰ. ὄρεος ῥάχιν Ἀνθ. Π. 7. 657.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vivre solitaire ; avec l’acc., errer solitaire à travers.
Étymologie: οἰοπόλος².

Greek Monotonic

οἰοπολέω: μέλ. -ήσω (οἰοπόλος), φυλάω, βόσκω πρόβατα, περιπλανιέμαι στα βουνά, σε Ευρ.· με αιτ. του τόπου, τριγυρίζω, σε Ανθ.