νυκτιλάλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged

Source
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[νυκτιλάλος]], -ον)<br />αυτός που λαλεί ή ηχεί [[κατά]] τη [[νύχτα]] («[[νυκτιλάλος]] κιθάρη», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θρηνο</i>-[[λάλος]])].
|mltxt=-ο (Α [[νυκτιλάλος]], -ον)<br />αυτός που λαλεί ή ηχεί [[κατά]] τη [[νύχτα]] («[[νυκτιλάλος]] κιθάρη», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θρηνο</i>-[[λάλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυκτῐλάλος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που λαλεί, ηχεί τη [[νύχτα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐλάλος Medium diacritics: νυκτιλάλος Low diacritics: νυκτιλάλος Capitals: ΝΥΚΤΙΛΑΛΟΣ
Transliteration A: nyktilálos Transliteration B: nyktilalos Transliteration C: nyktilalos Beta Code: nuktila/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A nightly-sounding, κιθάρη AP7.29 (Antip. Sid.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλάλος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λαλῶν, ἠχῶν, κιθάρα Ἀνθ. Π. 7. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne la nuit.
Étymologie: νύξ, λαλέω.

Greek Monolingual

-ο (Α νυκτιλάλος, -ον)
αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτανυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].

Greek Monotonic

νυκτῐλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που λαλεί, ηχεί τη νύχτα, σε Ανθ.