ὁμίλημα: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ὁμίλημα]]) [[ομιλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομιλία]], [[συνδιάλεξη]], [[μίλημα]], [[κουβέντα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]], [[σχέση]] («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συντροφιά]] («γυνὴ ἀπὸ παρθένου [[μέχρι]] ἡλικίας [[μέσης]]... εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>). | |mltxt=το (Α [[ὁμίλημα]]) [[ομιλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομιλία]], [[συνδιάλεξη]], [[μίλημα]], [[κουβέντα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]], [[σχέση]] («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συντροφιά]] («γυνὴ ἀπὸ παρθένου [[μέχρι]] ἡλικίας [[μέσης]]... εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμίλημα:''' [ῑ], -ατος, τό ([[ὁμιλέω]]), [[σχέση]], [[συναναστροφή]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A intercourse, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁ. Pl.Lg.730b. II of a person, κακὸν ὁ. bad company, E.Fr.219, cf. Luc.Am.25.
German (Pape)
[Seite 331] τό, Gegenstand der Unterhaltung, Verkehr; ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα, Plat. Legg. V, 730 b; auch εὐάγκαλον, Luc. Amor. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμίλημα: [ῑ], τό, συναναστροφή, σχέσις, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 730Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κακὸν ὁμ., κακὴ συντροφία, Εὐρ. Ἀποσπ. 218.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 sujet d’entretien, de conversation;
2 société, compagnie.
Étymologie: ὁμιλέω.
Greek Monolingual
το (Α ὁμίλημα) ομιλώ
νεοελλ.
ομιλία, συνδιάλεξη, μίλημα, κουβέντα
αρχ.
1. συναναστροφή, σχέση («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», Πλάτ.)
2. συντροφιά («γυνὴ ἀπὸ παρθένου μέχρι ἡλικίας μέσης... εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ὁμίλημα: [ῑ], -ατος, τό (ὁμιλέω), σχέση, συναναστροφή, σε Πλάτ.