ξένη: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ξένη]], Α δωρ. τ. [[ξένα]], ιων. τ. [[ξείνη]]) <b>βλ.</b> [[ξένος]].
|mltxt=η (ΑΜ [[ξένη]], Α δωρ. τ. [[ξένα]], ιων. τ. [[ξείνη]]) <b>βλ.</b> [[ξένος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξένη:''' ἡ, θηλ. του [[ξένος]]·<br /><b class="num">1.</b> (ενν. [[γυνή]]), [[γυναίκα]] φιλοξενούμενη, [[ξένη]], αλλοδαπή [[γυναίκα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. <i>γῆ</i>), [[ξένη]] [[χώρα]], σε Σοφ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξένη Medium diacritics: ξένη Low diacritics: ξένη Capitals: ΞΕΝΗ
Transliteration A: xénē Transliteration B: xenē Transliteration C: kseni Beta Code: ce/nh

English (LSJ)

ἡ, fem. of ξένος :    1 (sc. γυνή) foreign woman, A.Ag.950, etc.    2 (sc. γῆ) foreign country, ἐν ξένᾳ S.Ph.135(lyr.); ἐπὶ ξένης X.Lac.14.4 ; ἐπὶ ξ. καταβιοῦν Phld.Rh.2.146S., cf. Plu.2.576c, etc.

German (Pape)

[Seite 276] ἡ, fem. zu ξένος, 1) sc. γυνή, die Fremde, die Gastfreundinn; H. h. Cer. 249; ξείνας, Pind. P. 4, 233; Aesch. Ag. 924 u. sonst. – 2) sc. ἡ χώρα, die Fremde, fremdes Land; Soph. Phil. 135; Eur. Andr. 136; Philostr. u. a. Sp.; ἐπὶ ξείνης, in der Fremde, Paul. Sil. 82 (XII, 560). – Auch = ξενία, gastliche Aufnahme, Gastlichkeit, wo man τράπεζα ergänzt.

Greek (Liddell-Scott)

ξένη: ἡ, θηλ. τοῦ ξένος· 1) (ἐξυπακ. τοῦ γυνή), ξένη γυνή, ἐκ ξένης χώρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 950 κλπ. 2) ἐξυπακουομ. τοῦ γῆ), ξένη χώρα, ἐν ξένᾳ Σοφ. Φιλ. 135· ἐπὶ ξένης Ξεν. Λακ. 14, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 576C.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
v. ξένος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ξένη, Α δωρ. τ. ξένα, ιων. τ. ξείνη) βλ. ξένος.

Greek Monotonic

ξένη: ἡ, θηλ. του ξένος·
1. (ενν. γυνή), γυναίκα φιλοξενούμενη, ξένη, αλλοδαπή γυναίκα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. (ενν. γῆ), ξένη χώρα, σε Σοφ., Ξεν.