ὀρτάλιχος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρτάλιχος]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[ορταλίς]].<br /><b>2.</b> [[νεοσσός]]<br /><b>3.</b> [[νεογνό]] ζώου<br /><b>4.</b> (<b>βοιωτ. τ.</b>) [[αλεκτρυών]], [[πετεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρταλίς]] <span style="color: red;">+</span> εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κόψιχος]])].
|mltxt=[[ὀρτάλιχος]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[ορταλίς]].<br /><b>2.</b> [[νεοσσός]]<br /><b>3.</b> [[νεογνό]] ζώου<br /><b>4.</b> (<b>βοιωτ. τ.</b>) [[αλεκτρυών]], [[πετεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρταλίς]] <span style="color: red;">+</span> εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κόψιχος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρτάλῐχος:''' [ᾰ], ὁ, κλωσσόπουλο, κοτοπουλάκι, σε Αριστοφ., Θεόκρ.· γενικά, [[νεοσσός]], νεαρό πουλί, σε Αισχύλ. (Βοιωτ. [[λέξη]]).
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτᾰλῐχος Medium diacritics: ὀρτάλιχος Low diacritics: ορτάλιχος Capitals: ΟΡΤΑΛΙΧΟΣ
Transliteration A: ortálichos Transliteration B: ortalichos Transliteration C: ortalichos Beta Code: o)rta/lixos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ὀρταλίς,

   A chick, Theoc.13.12 ; Boeot. for ἀλεκτρυών, acc. to Stratt.47.4, cf. Ar.Ach.871 et Sch.    2 generally, young bird, A.Ag.54 (anap.); ὄρνιθες δροσερῶν μητέρες ὀρταλίχων AP5.291 (Agath.); ὀ. χελιδόσι Opp.H.5.579 ; young animal, S.Fr.793 (anap.).

German (Pape)

[Seite 387] ὁ, = ὀρταλίς; Aesch. Ag. 54; Ar. Av. 836, die Küchlein, wo der Schol. bemerkt, daß böotisch so die Hähne hießen; vgl. Strattis bei Ath. XIV, 622 a; Theocr. 13, 12; Nic. Al. 165 u. a. sp. D., wie Archi. 26 (IX, 346).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρτάλῐχος: [ᾰ], ὁ, = ὀρταλίς, ὀρνίθιον, Θεόκρ. 13. 12· - Βοιωτικ. ἀντὶ ἀλεκτρυών, κατὰ τὸν Στράττιν ἐν «Φοινίσσαις» 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 871, καὶ αὐτόθι Σχόλ. 2) καθόλου νεοσσός, νέον πτηνόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 54· ὀρτ. χελιδόσι Ὀππ. Ἁλ. 5. 579· νέον, μικρὸν τὴν ἡλικίαν ζῷον, Σοφ. Ἀποσπ. 962.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jeune oiseau, poussin.
Étymologie: DELG pê ὄρνυμαι « qui tente de se soulever, de voler ».

Greek Monolingual

ὀρτάλιχος, ὁ (ΑΜ)
1. υποκορ. του ορταλίς.
2. νεοσσός
3. νεογνό ζώου
4. (βοιωτ. τ.) αλεκτρυών, πετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρταλίς + εκφραστικό επίθημα -ιχος (πρβλ. κόψιχος)].

Greek Monotonic

ὀρτάλῐχος: [ᾰ], ὁ, κλωσσόπουλο, κοτοπουλάκι, σε Αριστοφ., Θεόκρ.· γενικά, νεοσσός, νεαρό πουλί, σε Αισχύλ. (Βοιωτ. λέξη).