ξανθοχίτων: Difference between revisions
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξανθοχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό [[περίβλημα]], ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>λευκο</i>-<i>χίτων</i>)]. | |mltxt=[[ξανθοχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό [[περίβλημα]], ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>λευκο</i>-<i>χίτων</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξανθοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει κιτρινωπό χιτώνα ή έχει ξανθωπό φλοιό, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with yellow coat, ῥοιή AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 275] ωνος, mit goldgelbem Kleide, goldgelber Schaale, ῥοιή, Philp. 20 (VI, 102).
Greek (Liddell-Scott)
ξανθοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὸν χιτῶνα, ξανθὸν φλοιόν, ῥοιὴ Ἀνθ. Π. 6. 102.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
qui a une écorce jaune.
Étymologie: ξανθός, χιτών.
Greek Monolingual
ξανθοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό περίβλημα, ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χιτών (πρβλ. λευκο-χίτων)].
Greek Monotonic
ξανθοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει κιτρινωπό χιτώνα ή έχει ξανθωπό φλοιό, σε Ανθ.