ὀρτυγοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(29)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρτυγοκόπος]] -ον (Α)<br />[[ικανός]] στην [[παιδιά]] της ορτυγοκοπίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρτυξ]], -<i>υγος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
|mltxt=[[ὀρτυγοκόπος]] -ον (Α)<br />[[ικανός]] στην [[παιδιά]] της ορτυγοκοπίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρτυξ]], -<i>υγος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρτῠγοκόπος:''' -ον (κόπ-τω), αυτός που χτυπάει τα ορτύκια.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 387] ὁ, der Wachtelschläger, der das Spiel des Wachtelschlagens spielt, Ath. XI, 506 c, vgl. Schol. Ar. Av. 1297.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρτῠγοκόπος: -ον, ὁ παίζων τὴν ὀρτυγοκοπίαν, ὁ κτυπῶν τῷ δακτύλῳ τὸν ὄρτυγα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1297· - ἡ παιδιά, ἡ καλουμένη, ὀρτυγοκοπία, περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Θ΄, 107· ῥῆμ. ὀρτυγοκοπέω, κτυπῶ τὸν ὄρτυγα τῷ δακτύλῳ καὶ ἐρεθίζω αὐτόν, αὐτόθι, Πλούτ. 2. 34D· ὀρτυγοκοπικός, ή, όν, ἔμπειρος εἰς τὸ ὀρτυγοκοπεῖν, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. στυφοκόπος, καὶ ἴδε Φώτιον ἐν λέξ. ὀρτυγοκόπος καὶ ὀρτυγοκοπεῖν, ἐν αἷς περιγράφεται λεπτομερῶς ἡ παιδιά.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’amuse à battre des cailles ; jeune désœuvré.
Étymologie: ὄρτυξ, κόπτω.

Greek Monolingual

ὀρτυγοκόπος -ον (Α)
ικανός στην παιδιά της ορτυγοκοπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος.

Greek Monotonic

ὀρτῠγοκόπος: -ον (κόπ-τω), αυτός που χτυπάει τα ορτύκια.