ὄρχις: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιος, <i>att.</i> –εως (ὁ) ; <i>plur.</i> -ιες, <i>att.</i> -εις;<br />testicule.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>arm.</i> orjik. | |btext=ιος, <i>att.</i> –εως (ὁ) ; <i>plur.</i> -ιες, <i>att.</i> -εις;<br />testicule.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>arm.</i> orjik. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὄρχις:''' -ιος και -εως, Αττ. ονομ. πληθ. <i>ὄρχεις</i>, Ιων. <i>ὄρχιες</i>, ο [[ανδρικός]] [[γεννητικός]] [[αδένας]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ιος and εως, ὁ, Att. nom. pl. ὄρχεις, Ion. ὄρχιες,
A testicle, freq. in pl., testicles, Hdt.4.109, Hp.Aër.4, Eub.63.4 (anap.), etc. ; cf. ὄσχις. 2 in females, ovaries, Gal.2.810, al. II plant so called from the form of its root, salep, Orchis papilionacea, and O. longicruris, Thphr. HP9.18.3, Dsc.3.126. III ὄρχις, ἡ, a kind of olive, Colum.5.8; cf. ὀρχάς (B). (Cf. Avest. arazi 'testicles'.)
German (Pape)
[Seite 390] ιος u. εως, ὁ, plur. att. οἱ ὄρχεις, Soph. frg. 549, Ar. Nubb. 702 u. öfter, ion. ὄρχιες, – 1) die Hode, Her. 4, 109 u. Sp. – 2) eine Pflanze mit hodenförmigen Wurzelknollen, Theophr. u. Diosc. – Auch eine Olivenart, vgl. ὀρχάς.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρχις: -ιος καὶ -εως, ὁ, Ἀττ. ὀνομαστ. πληθ. ὄρχεις, Ἰων. ὄρχιες, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρχῖδι», πληθ. ἀρχίδια», Ἡρόδ. 4. 109, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, κτλ.· πρβλ. ὄσχις. ΙΙ. φυτόν τι οὕτω καλούμενον ἐκ τοῦ σχήματος τῶν ῥιζῶν αὐτοῦ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 3, Διοσκ. 3. 141. ΙΙΙ. ὄρχις, ἡ, εἶδος ἐλαίας, Columella· ἴδε ὀρχάς.
French (Bailly abrégé)
ιος, att. –εως (ὁ) ; plur. -ιες, att. -εις;
testicule.
Étymologie: DELG arm. orjik.
Greek Monotonic
ὄρχις: -ιος και -εως, Αττ. ονομ. πληθ. ὄρχεις, Ιων. ὄρχιες, ο ανδρικός γεννητικός αδένας, σε Ηρόδ.