ὀψοφαγία: Difference between revisions
From LSJ
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀψοφαγία]], ἡ (Α) [[οψοφάγος]]<br /><b>1.</b> το να τρώει [[κανείς]] εύγευστα εδέσματα («ὀψοφαγίαις καὶ πολυτελείαις δείπνων», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> [[διατροφή]] που [[κυρίως]] περιλαμβάνει ψάρια. | |mltxt=[[ὀψοφαγία]], ἡ (Α) [[οψοφάγος]]<br /><b>1.</b> το να τρώει [[κανείς]] εύγευστα εδέσματα («ὀψοφαγίαις καὶ πολυτελείαις δείπνων», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> [[διατροφή]] που [[κυρίως]] περιλαμβάνει ψάρια. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀψοφᾰγία:''' ἡ, τρυφηλή [[ζωή]], σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A dainty living, Aeschin.1.42 (pl.), Theopomp. Hist. 179, Arist.EE1231a20, Philostr.VA1.9. II fish-diet, Zeno Stoic.1.66.
German (Pape)
[Seite 434] ἡ, Leckerei, Schlemmerei; Ath. VIII, 343 b u. öfter; καὶ ἀσέλγεια, Plut. Symp. 4, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψοφᾰγία: ἡ, τὸ ἐσθίειν παντοδαπὰ ὄψα καὶ ἐμβάμματα, Αἰσχίν. 6.33, Θεοπόμπ. Ἱστ. 204.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gourmandise raffinée.
Étymologie: ὀψοφάγος.
Greek Monolingual
ὀψοφαγία, ἡ (Α) οψοφάγος
1. το να τρώει κανείς εύγευστα εδέσματα («ὀψοφαγίαις καὶ πολυτελείαις δείπνων», Αισχίν.)
2. διατροφή που κυρίως περιλαμβάνει ψάρια.
Greek Monotonic
ὀψοφᾰγία: ἡ, τρυφηλή ζωή, σε Αισχίν.