παναίτιος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παναίτιος]], -ον (ΑΜ)<br />(για τον Δία) ο [[αίτιος]] τών πάντων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο ανήκει όλη η [[ενοχή]], ο [[μόνος]] [[υπεύθυνος]] για όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἴτιος]].
|mltxt=[[παναίτιος]], -ον (ΑΜ)<br />(για τον Δία) ο [[αίτιος]] τών πάντων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο ανήκει όλη η [[ενοχή]], ο [[μόνος]] [[υπεύθυνος]] για όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἴτιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰναίτιος:''' -ον ([[αἰτία]])·<br /><b class="num">1.</b> [[υπαίτιος]] για όλα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός στον οποίο ανήκει ολόκληρη η [[ενοχή]], [[ένοχος]] για όλα, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναίτιος Medium diacritics: παναίτιος Low diacritics: παναίτιος Capitals: ΠΑΝΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: panaítios Transliteration B: panaitios Transliteration C: panaitios Beta Code: panai/tios

English (LSJ)

ον, (αἰτία)

   A cause of all, Ζεύς A.Ag.1486; ἓν π. Dam. Pr.37.    2 to whom all the guilt belongs, opp. μεταίτιος, A.Eu.200.

German (Pape)

[Seite 456] Ursache von Allem seiend, die ganze Schuld tragend, Aesch. Ag. 1465 Eum. 191 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναίτιος: -ον, (αἰτία) ὁ αἴτιος πάντων, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1486. 2) εἰς ὃν ἅπασα ἡ ἐνοχὴ ἀνήκει, ἀντίθετ. τῷ μεταίτιος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 200.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est la cause et le principe de tout;
2 coupable de tout, seul coupable.
Étymologie: πᾶν, αἴτιος.

Greek Monolingual

παναίτιος, -ον (ΑΜ)
(για τον Δία) ο αίτιος τών πάντων
αρχ.
αυτός στον οποίο ανήκει όλη η ενοχή, ο μόνος υπεύθυνος για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἴτιος.

Greek Monotonic

πᾰναίτιος: -ον (αἰτία
1. υπαίτιος για όλα, σε Αισχύλ.
2. αυτός στον οποίο ανήκει ολόκληρη η ενοχή, ένοχος για όλα, στον ίδ.