παλίμπλαγκτος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλίμπλαγκτος]], -ον (Α) [[παλιμπλάζομαι]]<br />αυτός που οδηγεί [[προς]] τα [[πίσω]] ή αυτός που επιστρέφει [[πίσω]] («παλιμπλάγκτοισι δρόμοις», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[παλίμπλαγκτος]], -ον (Α) [[παλιμπλάζομαι]]<br />αυτός που οδηγεί [[προς]] τα [[πίσω]] ή αυτός που επιστρέφει [[πίσω]] («παλιμπλάγκτοισι δρόμοις», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰλίμπλαγκτος:''' -ον, αυτός που περιπλανιέται πηγαίνοντας προς τα [[πίσω]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A back-driven, δρόμοι A.Pr.838.
German (Pape)
[Seite 448] hin und wieder irrend, zurückkehrend, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, Aesch. Prom. 840.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπλαγκτος: -ον, ὁ ὀπίσω πλανώμενος, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, ὀπισθορμήτοις δρόμοις, Αἰσχύλ. Πρ. 838.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui erre en revenant sur ses pas, errant.
Étymologie: πάλιν, πλάζω.
Greek Monolingual
παλίμπλαγκτος, -ον (Α) παλιμπλάζομαι
αυτός που οδηγεί προς τα πίσω ή αυτός που επιστρέφει πίσω («παλιμπλάγκτοισι δρόμοις», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
πᾰλίμπλαγκτος: -ον, αυτός που περιπλανιέται πηγαίνοντας προς τα πίσω, σε Αισχύλ.