παγκληρία: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παγκληρία]], ἡ (Α) [[πάγκληρος]]<br />ολόκληρη η [[περιουσία]] που προέρχεται από [[κληρονομιά]], [[πλήρης]] [[κληρονομία]].
|mltxt=[[παγκληρία]], ἡ (Α) [[πάγκληρος]]<br />ολόκληρη η [[περιουσία]] που προέρχεται από [[κληρονομιά]], [[πλήρης]] [[κληρονομία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παγκληρία:''' ἡ, ολόκληρη η [[κληρονομιά]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκληρία Medium diacritics: παγκληρία Low diacritics: παγκληρία Capitals: ΠΑΓΚΛΗΡΙΑ
Transliteration A: panklēría Transliteration B: panklēria Transliteration C: pagkliria Beta Code: pagklhri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A entire possession, property, estate, inheritance, A.Ch.486, S.Fr.915, E. Ion814, Supp.14.

German (Pape)

[Seite 435] ἡ, die ganze Erbschaft, Habe; Aesch. Ch. 479; Soph. frg. 774; Eur. Suppl. 14 Ion 814; sp. D., wie Lycophr. 592.

Greek (Liddell-Scott)

παγκληρία: ἡ, πλήρης κληρονομία, σύμπασα ἡ κατὰ κληρονομίαν ληφθεῖσα περιουσία, Αἰσχύλ. Χο. 486, Σοφ. Ἀποσπ. 774, Εὐρ. Ἴων. 814, Ἱκέτ. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
héritage entier.
Étymologie: πάγκληρος.

Greek Monolingual

παγκληρία, ἡ (Α) πάγκληρος
ολόκληρη η περιουσία που προέρχεται από κληρονομιά, πλήρης κληρονομία.

Greek Monotonic

παγκληρία: ἡ, ολόκληρη η κληρονομιά, σε Αισχύλ., Ευρ.