παράσπονδος: Difference between revisions
φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[παράσπονδος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[παραβάτης]] συνθηκών και συμφωνιών, ο [[επίορκος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[παράβαση]] τών συνθηκών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρασπόνδως</i> Α<br />[[κατά]] [[παράβαση]] τών σπονδών, τών συμφωνιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>σπονδος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[παράσπονδος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[παραβάτης]] συνθηκών και συμφωνιών, ο [[επίορκος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[παράβαση]] τών συνθηκών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρασπόνδως</i> Α<br />[[κατά]] [[παράβαση]] τών σπονδών, τών συμφωνιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>σπονδος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράσπονδος:''' -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (σπονδή)
A contrary to a compact or treaty, ἐπιδρομή Th.4.23 ; μηδὲν π. ποιεῖν, παθεῖν, X.HG2.4.30, Ages.3.5 ; π. τι προστάττειν Isoc.14.45 ; τοῦ θηριώδους καὶ π. βίου bound by no compacts, Athenio 1.4. Adv. -δως App.BC5.80. 2 of persons, breaker of treaties, forsworn, Lys. 12.74, J.AJ 10.8.2, Heraclit.Incred. 15.
German (Pape)
[Seite 499] das Bündniß, den Vertrag verletzend, bundbrüchig, treulos; ἐπιδρομή, Thuc. 4, 22; μηδὲν παράσπονδον ποιοῦντες, Xen. Hell. 2, 4, 29; παρασπόνδους τινὰς ἔχειν, Lys. 12, 74; καὶ παράνομος, Pol. 1, 70, 5; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παράσπονδος: -ον, (σπονδὴ) ὁ παρὰ τὰς γενομένας σπονδάς, ὁ παρὰ τὰς συνθήκας, Θουκ. 4. 23· μηδὲν παράσπονδον ποιεῖν ἢ παθεῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 30, Ἀγησ. 3. 5· π. τι προστάττειν Ἰσαῖ. 305B· τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου, τοῦ μηδεμίαν σπονδὴν τηροῦντος, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ παραβάτης συνθηκῶν, ἐπίορκος, Λυσ. 127. 4, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 10. 8. 2. - Ἐπίρρ., παρασπόνδως, παρὰ τὰς σπονδὰς, Bud.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contraire à la foi d’un traité, déloyal.
Étymologie: παρά, σπονδή.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράσπονδος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες
2. (για πρόσ.) ο παραβάτης συνθηκών και συμφωνιών, ο επίορκος
3. αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών συνθηκών.
επίρρ...
παρασπόνδως Α
κατά παράβαση τών σπονδών, τών συμφωνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ά-σπονδος].
Greek Monotonic
παράσπονδος: -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν.